ἀποκαλέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἀποκαλέω
Structure:
ἀπο
(Prefix)
+
καλέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to call back, recall
- to call away or aside
- to call, a name, to stigmatise as
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ αὐτοὶ δὲ Ἀθηναῖοι τοὺσ χυτρέασ καὶ ἰπνοποιοὺσ καὶ πάντασ, ὅσοι πηλουργοί, Προμηθέασ ἀπεκάλουν ἐπισκώπτοντεσ ἐσ τὸν πηλὸν καὶ τὴν ἐν πυρὶ οἶμαι τῶν σκευῶν ὄπτησιν· (Lucian, Prometheus es in verbis 5:4)
- οἵ με τὸν γάμων ἀπεκάλουν ἥσσονα. (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode, trochees38)
- δοκεῖ δὲ καὶ γέλωτοσ οἰκεῖοσ ὁ Κικέρων γεγονέναι καὶ φιλοσκώπτησ, τό τε πρόσωπον αὐτοῦ μειδίαμα καὶ γαλήνην παρεῖχε, τῷ δὲ Δημοσθένουσ ἀεί τισ ἐπῆν σπουδή, καὶ τὸ πεφροντικὸσ τούτο καὶ σύννουν οὐ ῥᾳδίωσ ἀπέλειπεν ὅθεν καὶ δύσκολον αὐτὸν οἱ ἐχθροὶ καὶ δύστροπον, ὡσ αὐτόσ φησιν, ἀπεκάλουν. (Plutarch, Comparison of Demosthenes with Cicero, chapter 1 6:1)
- καὶ διὰ τοῦτο τῶν μὲν θεῶν Ἀπόλλωνα, τῶν δὲ ἡμιθέων Ὀρφέα μουσικώτατον καὶ σοφώτατον ἔκρινον καὶ πάντασ τοὺσ χρωμένουσ τῇ τέχνῃ ταύτῃ σοφιστὰσ ἀπεκάλουν, ὥσπερ καὶ Αἰσχύλοσ ἐποίησεν εἴτ’ οὖν σοφιστὴσ σκαιὰ παραπαίων χέλυν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 32 1:3)
- καὶ λαβὼν βιβλίον ὡσ γράφειν μέλλων προσήνεγκε τῷ στόματι τὸν κάλαμον, καὶ δακών, ὥσπερ ἐν τῷ διανοεῖσθαι καὶ γράφειν εἰώθει, χρόνον τινὰ κατέσχεν, εἶτα συγκαλυψάμενοσ ἀπέκλινε τὴν κεφαλήν, οἱ μὲν οὖν παρὰ τὰσ θύρασ ἑστῶτεσ δορυφόροι κατεγέλων ὡσ ἀποδειλιῶντοσ αὐτοῦ, καὶ μαλακὸν ἀπεκάλουν καὶ ἄνανδρον, ὁ δ’ Ἀρχίασ προσελθὼν ἀνίστασθαι παρεκάλει, καὶ τοὺσ αὐτοὺσ ἀνακυκλῶν λόγουσ αὖθισ ἐπηγγέλλετο διαλλαγὰσ πρὸσ τὸν Ἀντίπατρον. (Plutarch, Demosthenes, chapter 29 3:3)
Synonyms
-
to call back
- ἀνακαλέω (to call back, recall, from)
- μετακαλέω (to call away to another place, to call back, recall)
-
to call away or aside
-
to call
- λέγω (to tell)
- προσαγορεύω (to call by name, call)
- προσερέω (to call or name)
- προσφθέγγομαι (to call by a name, call)
- προσφωνέω (to call by name)
- κλῄζω (to name, call, is)
- λέγω (to call by name, to call)
- ἐξονομάζω (to call by name)
- ἐπιλέγω (to call by name)
- φωνέω (I call by name, call)
- κέλομαι (to call by name, call)
- προσονομάζω (to call by a name, to give, the name)
- προσθροέω (to address, call by a name)
- κικλήσκω (to name, call by name, there is)
- αὐδάω (to call by name, call, reported of)
- ὀνομαίνω (to name or call by name, to name, repeat)
Derived
- ἀνακαλέω (to call up the dead, to call again and again, to invoke)
- ἐκκαλέω (to call out or forth, summon forth, to call out to oneself)
- ἐπικαλέω (to call upon a god, invoke, to invite)
- καλέω (I call, summon, I invite)
- κατακαλέω (to call down, summon, invite)
- μετακαλέω (to call away to another place, to call back, recall)
- παρακαλέω (I appeal, I urge, I exhort)
- προκαλέω (to call forth, to call out to fight, challenge)
- προσκαλέω (to call to, call on, summon)
- προσπαρακαλέω (to call in besides, invite, to exhort besides)
- συγκαλέω (to call to council, convoke, convene)