헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀποδοκιμάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀποδοκιμάζω

형태분석: ἀπο (접두사) + δοκιμάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to reject on scrutiny, to reject for want of qualification, to reject as unworthy or unfit

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποδοκιμάζω

ἀποδοκιμάζεις

ἀποδοκιμάζει

쌍수 ἀποδοκιμάζετον

ἀποδοκιμάζετον

복수 ἀποδοκιμάζομεν

ἀποδοκιμάζετε

ἀποδοκιμάζουσιν*

접속법단수 ἀποδοκιμάζω

ἀποδοκιμάζῃς

ἀποδοκιμάζῃ

쌍수 ἀποδοκιμάζητον

ἀποδοκιμάζητον

복수 ἀποδοκιμάζωμεν

ἀποδοκιμάζητε

ἀποδοκιμάζωσιν*

기원법단수 ἀποδοκιμάζοιμι

ἀποδοκιμάζοις

ἀποδοκιμάζοι

쌍수 ἀποδοκιμάζοιτον

ἀποδοκιμαζοίτην

복수 ἀποδοκιμάζοιμεν

ἀποδοκιμάζοιτε

ἀποδοκιμάζοιεν

명령법단수 ἀποδοκίμαζε

ἀποδοκιμαζέτω

쌍수 ἀποδοκιμάζετον

ἀποδοκιμαζέτων

복수 ἀποδοκιμάζετε

ἀποδοκιμαζόντων, ἀποδοκιμαζέτωσαν

부정사 ἀποδοκιμάζειν

분사 남성여성중성
ἀποδοκιμαζων

ἀποδοκιμαζοντος

ἀποδοκιμαζουσα

ἀποδοκιμαζουσης

ἀποδοκιμαζον

ἀποδοκιμαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποδοκιμάζομαι

ἀποδοκιμάζει, ἀποδοκιμάζῃ

ἀποδοκιμάζεται

쌍수 ἀποδοκιμάζεσθον

ἀποδοκιμάζεσθον

복수 ἀποδοκιμαζόμεθα

ἀποδοκιμάζεσθε

ἀποδοκιμάζονται

접속법단수 ἀποδοκιμάζωμαι

ἀποδοκιμάζῃ

ἀποδοκιμάζηται

쌍수 ἀποδοκιμάζησθον

ἀποδοκιμάζησθον

복수 ἀποδοκιμαζώμεθα

ἀποδοκιμάζησθε

ἀποδοκιμάζωνται

기원법단수 ἀποδοκιμαζοίμην

ἀποδοκιμάζοιο

ἀποδοκιμάζοιτο

쌍수 ἀποδοκιμάζοισθον

ἀποδοκιμαζοίσθην

복수 ἀποδοκιμαζοίμεθα

ἀποδοκιμάζοισθε

ἀποδοκιμάζοιντο

명령법단수 ἀποδοκιμάζου

ἀποδοκιμαζέσθω

쌍수 ἀποδοκιμάζεσθον

ἀποδοκιμαζέσθων

복수 ἀποδοκιμάζεσθε

ἀποδοκιμαζέσθων, ἀποδοκιμαζέσθωσαν

부정사 ἀποδοκιμάζεσθαι

분사 남성여성중성
ἀποδοκιμαζομενος

ἀποδοκιμαζομενου

ἀποδοκιμαζομενη

ἀποδοκιμαζομενης

ἀποδοκιμαζομενον

ἀποδοκιμαζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION