Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄπληστος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἄπληστος ἄπληστη ἄπληστον

Structure: ἀ (Prefix) + πληστ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: pi/mplhmi

Sense

  1. not to be filled, insatiate
  2. insatiate of
  3. insatiate

Examples

  • ὕπνοσ ὑγιείασ ἐπὶ ἐντέρῳ μετρίῳ, ἀνέστη πρωί̈, καὶ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ μετ̓ αὐτοῦ. πόνοσ ἀγρυπνίασ καὶ χολέρασ καὶ στρόφοσ μετὰ ἀνδρὸσ ἀπλήστου. (Septuagint, Liber Sirach 31:20)
  • καὶ νῦν ἀπαλλαχθέντε τῶν μακρῶν λόγων καὶ τῆσ ἀπλήστου τῆσδε σὺν χαρᾷ βοῆσ εἴσω παρέλθεθ’, ὡσ τὸ μὲν μέλλειν κακὸν ἐν τοῖσ τοιούτοισ ἔστ’, ἀπηλλάχθαι δ’ ἀκμή. (Sophocles, episode 1:6)
  • ἐστὲ γὰρ ἀπλήστου κύπριδοσ ἐργατίναι. (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 275 2:1)
  • θνῄσκω δ’ ὑπὸ θοίνησ ἀπλήστου, πολλῇ δαιτὶ παχυνόμενοσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 207 1:2)
  • ἰσότητοσ ἀπλήστου χρημάτων οὔσησ περὶ πλείονοσ ἕκαστον ποιεῖσθαι, καὶ δι’ ὀνείδουσ ἀποτρέπειν τὸν περὶ τὰ χρήματα ἐν τοῖσ γάμοισ ἐσπουδακότα, ἀλλὰ μὴ γραπτῷ νόμῳ βιαζόμενον. (Plato, Laws, book 6 156:1)

Synonyms

  1. not to be filled

  2. insatiate of

  3. insatiate

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION