Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀνώνυμος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἀνώνυμος ἀνώνυμος ἀνώνυμον

Structure: ἀ (Prefix) + νωνυμ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: o)/numa, aeolic for o)/noma

Sense

  1. anonymous, nameless

Examples

  • ἐμοὶ δὲ γῆ μὲν πατρὶσ οὐκ ἀνώνυμοσ Σπάρτη, πατὴρ δὲ Τυνδάρεωσ. (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Episode14)
  • ἀλλ’ ἀνώνυμοσ ἐν θεοῦ μελάθροισ εἶχον οἰκέτην βίον. (Euripides, Ion, episode, iambics 3:3)
  • ἡμῖν δὲ γῆ μὲν πατρὶσ οὐκ ἀνώνυμοσ Σπάρτη, πατὴρ δὲ Τυνδάρεωσ· (Euripides, Helen, episode 2:1)
  • καὶ τοῦτο μὲν ἔτι ἄκριτον καὶ ἀνώνυμοσ ἡμῖν ἡ καλὴ πόλισ ἐκείνη, λήρου πολλοῦ καὶ κορύζησ συγγραφικῆσ γέμουσα· (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 31 1:4)
  • ἔτι δ’ ὁ μὲν μηδεμίαν ὑπομένων λύπην, μηδ’ εἰ βέλτιον, τρυφερόσ, ὁ δὲ πᾶσαν ὁμοίωσ ὡσ μὲν ἁπλῶσ εἰπεῖν ἀνώνυμοσ, μεταφορᾷ δὲ λέγεται σκληρὸσ καὶ ταλαίπωροσ καὶ κακοπαθητικόσ· (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 2 60:3)

Related

Derived

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION