헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνθίστημι

-μι 무어간모음 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀνθίστημι

형태분석: ἀντ (접두사) + ί̔στᾱ (어간) + μι (인칭어미)

  1. 방해하다, 반대하다
  2. 비교하다, 비기다, 비하다
  3. 반대하다, 저항하다, 맞서다, 견디다
  4. 대변하다
  1. to set against, to set up in opposition
  2. to match with, compare
  3. to stand against, to withstand, oppose
  4. to make a stand

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνθῖστημι

(나는) 방해한다

ἀνθῖστης

(너는) 방해한다

ἀνθῖστησιν*

(그는) 방해한다

쌍수 ἀνθίστατον

(너희 둘은) 방해한다

ἀνθίστατον

(그 둘은) 방해한다

복수 ἀνθίσταμεν

(우리는) 방해한다

ἀνθίστατε

(너희는) 방해한다

ἀνθιστάᾱσιν*

(그들은) 방해한다

접속법단수 ἀνθίστω

(나는) 방해하자

ἀνθίστῃς

(너는) 방해하자

ἀνθίστῃ

(그는) 방해하자

쌍수 ἀνθίστητον

(너희 둘은) 방해하자

ἀνθίστητον

(그 둘은) 방해하자

복수 ἀνθίστωμεν

(우리는) 방해하자

ἀνθίστητε

(너희는) 방해하자

ἀνθίστωσιν*

(그들은) 방해하자

기원법단수 ἀνθισταῖην

(나는) 방해하기를 (바라다)

ἀνθισταῖης

(너는) 방해하기를 (바라다)

ἀνθισταῖη

(그는) 방해하기를 (바라다)

쌍수 ἀνθισταῖητον

(너희 둘은) 방해하기를 (바라다)

ἀνθισταίητην

(그 둘은) 방해하기를 (바라다)

복수 ἀνθισταῖημεν

(우리는) 방해하기를 (바라다)

ἀνθισταῖητε

(너희는) 방해하기를 (바라다)

ἀνθισταῖησαν

(그들은) 방해하기를 (바라다)

명령법단수 ἀνθῖστᾱ

(너는) 방해해라

ἀνθιστάτω

(그는) 방해해라

쌍수 ἀνθίστατον

(너희 둘은) 방해해라

ἀνθιστάτων

(그 둘은) 방해해라

복수 ἀνθίστατε

(너희는) 방해해라

ἀνθιστάντων

(그들은) 방해해라

부정사 ἀνθιστάναι

방해하는 것

분사 남성여성중성
ἀνθιστᾱς

ἀνθισταντος

ἀνθιστᾱσα

ἀνθιστᾱσης

ἀνθισταν

ἀνθισταντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνθίσταμαι

(나는) 방해된다

ἀνθίστασαι

(너는) 방해된다

ἀνθίσταται

(그는) 방해된다

쌍수 ἀνθίστασθον

(너희 둘은) 방해된다

ἀνθίστασθον

(그 둘은) 방해된다

복수 ἀνθιστάμεθα

(우리는) 방해된다

ἀνθίστασθε

(너희는) 방해된다

ἀνθίστανται

(그들은) 방해된다

접속법단수 ἀνθίστωμαι

(나는) 방해되자

ἀνθίστῃ

(너는) 방해되자

ἀνθίστηται

(그는) 방해되자

쌍수 ἀνθίστησθον

(너희 둘은) 방해되자

ἀνθίστησθον

(그 둘은) 방해되자

복수 ἀνθιστώμεθα

(우리는) 방해되자

ἀνθίστησθε

(너희는) 방해되자

ἀνθίστωνται

(그들은) 방해되자

기원법단수 ἀνθισταῖμην

(나는) 방해되기를 (바라다)

ἀνθίσταιο

(너는) 방해되기를 (바라다)

ἀνθίσταιτο

(그는) 방해되기를 (바라다)

쌍수 ἀνθίσταισθον

(너희 둘은) 방해되기를 (바라다)

ἀνθισταῖσθην

(그 둘은) 방해되기를 (바라다)

복수 ἀνθισταῖμεθα

(우리는) 방해되기를 (바라다)

ἀνθίσταισθε

(너희는) 방해되기를 (바라다)

ἀνθίσταιντο

(그들은) 방해되기를 (바라다)

명령법단수 ἀνθίστασο

(너는) 방해되어라

ἀνθιστάσθω

(그는) 방해되어라

쌍수 ἀνθίστασθον

(너희 둘은) 방해되어라

ἀνθιστάσθων

(그 둘은) 방해되어라

복수 ἀνθίστασθε

(너희는) 방해되어라

ἀνθιστάσθων

(그들은) 방해되어라

부정사 ἀνθίστασθαι

방해되는 것

분사 남성여성중성
ἀνθισταμενος

ἀνθισταμενου

ἀνθισταμενη

ἀνθισταμενης

ἀνθισταμενον

ἀνθισταμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντιστήσω

(나는) 방해하겠다

ἀντιστήσεις

(너는) 방해하겠다

ἀντιστήσει

(그는) 방해하겠다

쌍수 ἀντιστήσετον

(너희 둘은) 방해하겠다

ἀντιστήσετον

(그 둘은) 방해하겠다

복수 ἀντιστήσομεν

(우리는) 방해하겠다

ἀντιστήσετε

(너희는) 방해하겠다

ἀντιστήσουσιν*

(그들은) 방해하겠다

기원법단수 ἀντιστησίημι

(나는) 방해하겠기를 (바라다)

ἀντιστησίης

(너는) 방해하겠기를 (바라다)

ἀντιστησίη

(그는) 방해하겠기를 (바라다)

쌍수 ἀντιστησίητον

(너희 둘은) 방해하겠기를 (바라다)

ἀντιστησιήτην

(그 둘은) 방해하겠기를 (바라다)

복수 ἀντιστησίημεν

(우리는) 방해하겠기를 (바라다)

ἀντιστησίητε

(너희는) 방해하겠기를 (바라다)

ἀντιστησίησαν

(그들은) 방해하겠기를 (바라다)

부정사 ἀντιστήσειν

방해할 것

분사 남성여성중성
ἀντιστησων

ἀντιστησοντος

ἀντιστησουσα

ἀντιστησουσης

ἀντιστησον

ἀντιστησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντιστήσομαι

(나는) 방해되겠다

ἀντιστήσει, ἀντιστήσῃ

(너는) 방해되겠다

ἀντιστήσεται

(그는) 방해되겠다

쌍수 ἀντιστήσεσθον

(너희 둘은) 방해되겠다

ἀντιστήσεσθον

(그 둘은) 방해되겠다

복수 ἀντιστησόμεθα

(우리는) 방해되겠다

ἀντιστήσεσθε

(너희는) 방해되겠다

ἀντιστήσονται

(그들은) 방해되겠다

기원법단수 ἀντιστησοίμην

(나는) 방해되겠기를 (바라다)

ἀντιστήσοιο

(너는) 방해되겠기를 (바라다)

ἀντιστήσοιτο

(그는) 방해되겠기를 (바라다)

쌍수 ἀντιστήσοισθον

(너희 둘은) 방해되겠기를 (바라다)

ἀντιστησοίσθην

(그 둘은) 방해되겠기를 (바라다)

복수 ἀντιστησοίμεθα

(우리는) 방해되겠기를 (바라다)

ἀντιστήσοισθε

(너희는) 방해되겠기를 (바라다)

ἀντιστήσοιντο

(그들은) 방해되겠기를 (바라다)

부정사 ἀντιστήσεσθαι

방해될 것

분사 남성여성중성
ἀντιστησομενος

ἀντιστησομενου

ἀντιστησομενη

ἀντιστησομενης

ἀντιστησομενον

ἀντιστησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνθῑ́στην

(나는) 방해하고 있었다

ἀνθῑ́στης

(너는) 방해하고 있었다

ἀνθῑ́στην*

(그는) 방해하고 있었다

쌍수 ἀνθῑ́στατον

(너희 둘은) 방해하고 있었다

ἀνθῑστάτην

(그 둘은) 방해하고 있었다

복수 ἀνθῑ́σταμεν

(우리는) 방해하고 있었다

ἀνθῑ́στατε

(너희는) 방해하고 있었다

ἀνθῑ́στασαν

(그들은) 방해하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνθῑστάμην

(나는) 방해되고 있었다

ἀνθῑστῶ, ἀνθῑ́στασο

(너는) 방해되고 있었다

ἀνθῑ́στατο

(그는) 방해되고 있었다

쌍수 ἀνθῑ́στασθον

(너희 둘은) 방해되고 있었다

ἀνθῑστάσθην

(그 둘은) 방해되고 있었다

복수 ἀνθῑστάμεθα

(우리는) 방해되고 있었다

ἀνθῑ́στασθε

(너희는) 방해되고 있었다

ἀνθῑ́σταντο

(그들은) 방해되고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντέστησα

(나는) 방해했다

ἀντέστησας

(너는) 방해했다

ἀντέστησεν*

(그는) 방해했다

쌍수 ἀντεστήσατον

(너희 둘은) 방해했다

ἀντεστησάτην

(그 둘은) 방해했다

복수 ἀντεστήσαμεν

(우리는) 방해했다

ἀντεστήσατε

(너희는) 방해했다

ἀντέστησαν

(그들은) 방해했다

접속법단수 ἀντιστήσω

(나는) 방해했자

ἀντιστήσῃς

(너는) 방해했자

ἀντιστήσῃ

(그는) 방해했자

쌍수 ἀντιστήσητον

(너희 둘은) 방해했자

ἀντιστήσητον

(그 둘은) 방해했자

복수 ἀντιστήσωμεν

(우리는) 방해했자

ἀντιστήσητε

(너희는) 방해했자

ἀντιστήσωσιν*

(그들은) 방해했자

명령법단수 ἀντιστήσον

(너는) 방해했어라

ἀντιστησάτω

(그는) 방해했어라

쌍수 ἀντιστήσατον

(너희 둘은) 방해했어라

ἀντιστησάτων

(그 둘은) 방해했어라

복수 ἀντιστήσατε

(너희는) 방해했어라

ἀντιστησάντων

(그들은) 방해했어라

부정사 ἀντιστήσαι

방해했는 것

분사 남성여성중성
ἀντιστησᾱς

ἀντιστησαντος

ἀντιστησᾱσα

ἀντιστησᾱσης

ἀντιστησαν

ἀντιστησαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντεστησάμην

(나는) 방해되었다

ἀντεστήσω

(너는) 방해되었다

ἀντεστήσατο

(그는) 방해되었다

쌍수 ἀντεστήσασθον

(너희 둘은) 방해되었다

ἀντεστησάσθην

(그 둘은) 방해되었다

복수 ἀντεστησάμεθα

(우리는) 방해되었다

ἀντεστήσασθε

(너희는) 방해되었다

ἀντεστήσαντο

(그들은) 방해되었다

접속법단수 ἀντιστήσωμαι

(나는) 방해되었자

ἀντιστήσῃ

(너는) 방해되었자

ἀντιστήσηται

(그는) 방해되었자

쌍수 ἀντιστήσησθον

(너희 둘은) 방해되었자

ἀντιστήσησθον

(그 둘은) 방해되었자

복수 ἀντιστησώμεθα

(우리는) 방해되었자

ἀντιστήσησθε

(너희는) 방해되었자

ἀντιστήσωνται

(그들은) 방해되었자

명령법단수 ἀντιστήσαι

(너는) 방해되었어라

ἀντιστησάσθω

(그는) 방해되었어라

쌍수 ἀντιστήσασθον

(너희 둘은) 방해되었어라

ἀντιστησάσθων

(그 둘은) 방해되었어라

복수 ἀντιστήσασθε

(너희는) 방해되었어라

ἀντιστησάσθων

(그들은) 방해되었어라

부정사 ἀντιστήσεσθαι

방해되었는 것

분사 남성여성중성
ἀντιστησαμενος

ἀντιστησαμενου

ἀντιστησαμενη

ἀντιστησαμενης

ἀντιστησαμενον

ἀντιστησαμενου

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντέστην

(나는) 방해했다

ἀντέστης

(너는) 방해했다

ἀντέστη

(그는) 방해했다

쌍수 ἀντέστητον

(너희 둘은) 방해했다

ἀντεστήτην

(그 둘은) 방해했다

복수 ἀντέστημεν

(우리는) 방해했다

ἀντέστητε

(너희는) 방해했다

ἀντέστησαν

(그들은) 방해했다

접속법단수 ἀντίστω

(나는) 방해했자

ἀντίστῃς

(너는) 방해했자

ἀντίστῃ

(그는) 방해했자

쌍수 ἀντίστητον

(너희 둘은) 방해했자

ἀντίστητον

(그 둘은) 방해했자

복수 ἀντίστωμεν

(우리는) 방해했자

ἀντίστητε

(너희는) 방해했자

ἀντίστωσιν*

(그들은) 방해했자

기원법단수 ἀντισταῖην

(나는) 방해했기를 (바라다)

ἀντισταῖης

(너는) 방해했기를 (바라다)

ἀντισταῖη

(그는) 방해했기를 (바라다)

쌍수 ἀντισταῖητον

(너희 둘은) 방해했기를 (바라다)

ἀντισταίητην

(그 둘은) 방해했기를 (바라다)

복수 ἀντισταῖημεν

(우리는) 방해했기를 (바라다)

ἀντισταῖητε

(너희는) 방해했기를 (바라다)

ἀντισταῖησαν

(그들은) 방해했기를 (바라다)

명령법단수 ἀντιστής

(너는) 방해했어라

ἀντιστήτω

(그는) 방해했어라

쌍수 ἀντιστήτον

(너희 둘은) 방해했어라

ἀντιστήτων

(그 둘은) 방해했어라

복수 ἀντιστήτε

(너희는) 방해했어라

ἀντιστήντων

(그들은) 방해했어라

부정사 ἀντιστῆναι

방해했는 것

분사 남성여성중성
ἀντιστᾱς

ἀντισταντος

ἀντιστᾱσα

ἀντιστᾱσης

ἀντισταν

ἀντισταντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντεστάμην

(나는) 방해되었다

ἀντέστω

(너는) 방해되었다

ἀντέστατο

(그는) 방해되었다

쌍수 ἀντέστασθον

(너희 둘은) 방해되었다

ἀντεστάσθην

(그 둘은) 방해되었다

복수 ἀντεστάμεθα

(우리는) 방해되었다

ἀντέστασθε

(너희는) 방해되었다

ἀντέσταντο

(그들은) 방해되었다

접속법단수 ἀντίστωμαι

(나는) 방해되었자

ἀντίστῃ

(너는) 방해되었자

ἀντίστηται

(그는) 방해되었자

쌍수 ἀντίστησθον

(너희 둘은) 방해되었자

ἀντίστησθον

(그 둘은) 방해되었자

복수 ἀντιστώμεθα

(우리는) 방해되었자

ἀντίστησθε

(너희는) 방해되었자

ἀντίστωνται

(그들은) 방해되었자

기원법단수 ἀντισταῖμην

(나는) 방해되었기를 (바라다)

ἀντίσταιο

(너는) 방해되었기를 (바라다)

ἀντίσταιτο

(그는) 방해되었기를 (바라다)

쌍수 ἀντίσταισθον

(너희 둘은) 방해되었기를 (바라다)

ἀντισταῖσθην

(그 둘은) 방해되었기를 (바라다)

복수 ἀντισταῖμεθα

(우리는) 방해되었기를 (바라다)

ἀντίσταισθε

(너희는) 방해되었기를 (바라다)

ἀντίσταιντο

(그들은) 방해되었기를 (바라다)

명령법단수 ἀντίστω

(너는) 방해되었어라

ἀντιστάσθω

(그는) 방해되었어라

쌍수 ἀντιστάσθον

(너희 둘은) 방해되었어라

ἀντιστάσθων

(그 둘은) 방해되었어라

복수 ἀντιστάσθε

(너희는) 방해되었어라

ἀντιστάσθων

(그들은) 방해되었어라

부정사 ἀντίστᾱσθαι

방해되었는 것

분사 남성여성중성
ἀντισταμενος

ἀντισταμενου

ἀντισταμενη

ἀντισταμενης

ἀντισταμενον

ἀντισταμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Καταλείπει δὲ τὴν βασιλείαν Ἀλεξάνδρᾳ τῇ γυναικὶ πεπεισμένοσ ταύτῃ μάλιστ’ ἂν ὑπακοῦσαι τοὺσ Ιοὐδαίουσ, ἐπειδὴ τῆσ ὠμότητοσ αὐτοῦ μακρὰν ἀποδέουσα καὶ ταῖσ παρανομίαισ ἀνθισταμένη τὸν δῆμον εἰσ εὔνοιαν προσηγάγετο. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 154:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 154:1)

유의어

  1. 방해하다

  2. 비교하다

  3. 반대하다

  4. 대변하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION