Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀνόσιος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀνόσιος ἀνόσιη ἀνόσιον

Structure: ἀ (Prefix) + νοσι (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. unholy, profane, with all the rites unpaid, in unholy wise, without funeral rites

Examples

  • ἐπὶ τῷ ἔχθιστα πράσσειν ἔργα φαρμακειῶν καὶ τελετὰσ ἀνοσίουσ (Septuagint, Liber Sapientiae 12:4)
  • τὰσ μὲν γὰρ δικαίασ τῶν εὐχῶν προσίετο ἄνω διὰ τοῦ στομίου καὶ ἐπὶ τὰ δεξιὰ κατετίθει φέρων, τὰσ δὲ ἀνοσίουσ ἀπράκτουσ αὖθισ ἀπέπεμπεν ἀποφυσῶν κάτω, ἵνα μηδὲ πλησίον γένοιντο τοῦ οὐρανοῦ. (Lucian, Icaromenippus, (no name) 25:10)
  • ἀλλ’ οὐ μὰ τὼ θεὼ τάχ’ οὐ χαίρων ἴσωσ ἐνυβριεῖσ λόγουσ λέξεισ τ’ ἀνοσίουσ <ἐπ’> ἀθέοισ ἔργοισ· (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Choral, antistrophe 18)
  • οἵπερ γε σὺν σοὶ Φρύγασ ἀνήλωσαν δορὶ ‐ χὥσοι στυγοῦσιν ἀνοσίουσ μιάστορασ. (Euripides, episode, lyric 3:7)
  • ὁρᾶθ’ ὅσοι δυσκελάδοι‐ σιν κατὰ μοῦσαν ἰόντεσ ἀείδεθ’ ὕμνοισ ἁμέτερα λέχεα καὶ γάμουσ Κύπριδοσ ἀθέμιτασ ἀνοσίουσ, ὅσον εὐσεβίᾳ κρατοῦμεν ἄδικον ἄροτον ἀνδρῶν. (Euripides, Ion, choral, antistrophe 21)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION