Ancient Greek-English Dictionary Language

μυσαρός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μυσαρός μυσαρή μυσαρόν

Structure: μυσαρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: mu/sos

Sense

  1. foul, dirty, loathsome, abominable, an abomination
  2. defiled, polluted

Examples

  • καὶ πρὸσ πᾶν τετράπουν οὐ δώσεισ τὴν κοίτην σου εἰσ σπερματισμόν, ἐκμιανθῆναι πρὸσ αὐτό. καὶ γυνὴ οὐ στήσεται πρὸσ πᾶν τετράπουν βιβασθῆναι, μυσαρὸν γάρ ἐστι. (Septuagint, Liber Leviticus 18:23)
  • μυσαρῷ δολίῳ λέλογχα φωτὶ δουλεύειν, πολεμίῳ δίκασ, παρανόμῳ δάκει, ὃσ πάντα τἀκεῖθεν ἐνθάδ<ε στρέφει, τὰ δ’> ἀντίπαλ’ αὖθισ ἐκεῖσε διπτύχῳ γλώσσᾳ φίλα τὰ πρότερ’ ἄφιλα τιθέμενοσ πάντων. (Euripides, The Trojan Women, episode, lyric 1:4)
  • ἰὼ Γᾶ καὶ Ζεῦ πανδερκέτα βροτῶν, ἴδετε τάδ’ ἔργα φόνι‐ α μυσαρά, δίγονα σώματ’ ἐν χθονὶ κείμενα πλαγᾷ χερὸσ ὑπ’ ἐμᾶσ, ἄποιν’ ἐμῶν πημάτων . (Euripides, choral, strophe 11)
  • θέμισ, οὐ μυσαραῖσ τοῖσδε σφαγίοισ. (Euripides, episode, anapests2)
  • διὰ δ’ αἰθερίασ στείχοντε πλακὸσ τοῖσ μὲν μυσαροῖσ οὐκ ἐπαρήγομεν, οἷσιν δ’ ὅσιον καὶ τὸ δίκαιον φίλον ἐν βιότῳ, τούτουσ χαλεπῶν ἐκλύοντεσ μόχθων σῴζομεν. (Euripides, episode, anapests 1:20)

Synonyms

  1. foul

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION