Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄνισος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἄνισος ἄνιση ἄνισον

Structure: ἀ (Prefix) + νις (Stem) + ος (Ending)

Etym.: i)/sos

Sense

  1. unequal, uneven, unfairly

Examples

  • οὐδὲ γὰρ τῶν δακτύλων ἔλαττον ἔχει τοῦ γράφοντοσ ἢ ψάλλοντοσ ὁ μὴ δυνάμενοσ τοῦτο ποιεῖν μηδὲ πεφυκώσ, ἀλλὰ συγκινοῦνται καὶ συνεργοῦσιν ἅπαντεσ ἁμωσγέπωσ ἀλλήλοισ, ὥσπερ ἐπίτηδεσ ἄνισοι γεγονότεσ καὶ τὸ συλληπτικὸν ἐξ ἀντιθέσεωσ πρὸσ τὸν μέγιστον καὶ ῥωμαλεώτατον ἔχοντεσ. (Plutarch, De fraterno amore, section 15 1:2)
  • οἱ δ’ ἄνισοι καὶ ἄμικτοι καθάπερ ἐν διαγράμματι μουσικῷ φθόγγοι διάζευξιν οὐ συναφὴν ποιοῦσιν. (Plutarch, De fraterno amore, section 20 2:2)
  • ἁμωσγέπωσ ἀλλήλοισ, ὥσπερ ἐπίτηδεσ ἄνισοι γεγονότεσ καὶ τὸ συλληπτικὸν ἐξ ἀντιθέσεωσ πρὸσ τὸν μέγιστον καὶ ῥωμαλεώτατον ἔχοντεσ. (Plutarch, De fraterno amore, section 15 2:1)
  • οἱ δ’ ἄνισοι καὶ ἄμικτοι καθάπερ ἐν διαγράμματι μουσικῷ φθόγγοι, διάζευξιν οὐ συναφὴν ποιοῦσιν. (Plutarch, De fraterno amore, section 20 6:1)
  • ἄνισοι μὲν γὰρ οὖσαι τὸν κῶνον ἀνώμαλον παρέξουσι, πολλὰσ ἀποχαράξεισ λαμβάνοντα βαθμοειδεῖσ; (Plutarch, De communibus notitiis adversus Stoicos, section 39 3:1)

Synonyms

  1. unequal

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION