- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνέραστος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: anerastos 고전 발음: [아네라] 신약 발음: [아내라]

기본형: ἀνέραστος ἀνέραστη ἀνέραστον

형태분석: (접두사) + νεραστ (어간) + ος (어미)

  1. not loved
  2. not loving

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀνέραστος

(이)가

ἀνέράστη

(이)가

ἀνέραστον

(것)가

속격 ἀνεράστου

(이)의

ἀνέράστης

(이)의

ἀνεράστου

(것)의

여격 ἀνεράστῳ

(이)에게

ἀνέράστῃ

(이)에게

ἀνεράστῳ

(것)에게

대격 ἀνέραστον

(이)를

ἀνέράστην

(이)를

ἀνέραστον

(것)를

호격 ἀνέραστε

(이)야

ἀνέράστη

(이)야

ἀνέραστον

(것)야

쌍수주/대/호 ἀνεράστω

(이)들이

ἀνέράστα

(이)들이

ἀνεράστω

(것)들이

속/여 ἀνεράστοιν

(이)들의

ἀνέράσταιν

(이)들의

ἀνεράστοιν

(것)들의

복수주격 ἀνέραστοι

(이)들이

ἀνέρασται

(이)들이

ἀνέραστα

(것)들이

속격 ἀνεράστων

(이)들의

ἀνέραστῶν

(이)들의

ἀνεράστων

(것)들의

여격 ἀνεράστοις

(이)들에게

ἀνέράσταις

(이)들에게

ἀνεράστοις

(것)들에게

대격 ἀνεράστους

(이)들을

ἀνέράστας

(이)들을

ἀνέραστα

(것)들을

호격 ἀνέραστοι

(이)들아

ἀνέρασται

(이)들아

ἀνέραστα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὸ δὲ μέγιστον ἄλλος τις ἔστω ἐπὶ πᾶσιν ὁ ἥδιστος, ὡς ἐράσμιον εἶναί με περιθέμενον παισὶ τοῖς ὡραίοις καὶ γυναιξὶ καὶ δήμοις ὅλοις καὶ μηδένα εἶναι ἀνέραστον καὶ ὅτῳ μὴ ποθεινότατος ἐγὼ καὶ ἀνὰ στόμα, ὥστε πολλὰς γυναῖκας οὐ φερούσας τὸν ἔρωτα καὶ ἀναρτᾶν ἑαυτὰς καὶ τὰ μειράκια ἐπιμεμηνέναι μοι καὶ εὐδαίμονα εἶναι δοκεῖν, εἴ τινα καὶ μόνον προσβλέψαιμι αὐτῶν, εἰ δ᾿ ὑπερορῴην, κἀκεῖνα ὑπὸ λύπης ἀπολλύσθω, καὶ ὅλως ὑπὲρ τὸν Υἅκινθον ἢ Ὕλαν ἢ Φάωνα τὸν Χῖον εἶναί με. (Lucian, 73:1)

    (루키아노스, 73:1)

  • καὶ προσέτι γε καὶ κατεγέλας αὐτῶν φειδομένων καὶ φυλαττόντων καὶ τὸ καινότατον αὑτοὺς ζηλοτυπούντων, ἀγνοούντων δὲ ὡς κατάρατος οἰκέτης ἢ οἰκονόμος πεδότριψ ὑπεισιὼν λαθραίως ἐμπαροινήσει, τὸν κακοδαίμονα καὶ ἀνέραστον δεσπότην πρὸς ἀμαυρόν τι καὶ μικρόστομον λυχνίδιον καὶ διψαλέον θρυαλλίδιον ἐπαγρυπνεῖν ἐάσας τοῖς τόκοις. (Lucian, Timon, (no name) 14:1)

    (루키아노스, Timon, (no name) 14:1)

  • "οἱο῀ν ἄν τις σκώπτηται τοῦ φιλοσόφου παρόντος εἰς ἀνυποδησίαν ἢ νυκτογραφίαν, ἢ τοῦ πατρὸς ἀκούοντος εἰς μικρολογίαν, ἢ τῆς γυναικὸς παρούσης εἰς τὸ ἀνέραστον ἑτέρων ἐκείνης δὲ δοῦλον καὶ θεραπευτικόν, ὡς ὁ Τιγράνης ὑπὸ τοῦ Κύρου τί δ, ἂν ς ἡ γυνὴ σκευοφοροῦντα ἀκούσῃ· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 2, 16:3)

    (플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 2, 16:3)

유의어

  1. not loved

  2. not loving

관련어

명사

형용사

동사

부사

감탄사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION