ἀναπίμπλημι
-μι athematic Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἀναπίμπλημι
Structure:
ἀνα
(Prefix)
+
πίμπλᾱ
(Stem)
+
μι
(Ending)
Sense
- to fill up
- having filled up the full measure
- to fill full of
- defiling, infecting, to be infected with disease
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- οὗ τὴν Ἶσιν ὁ παλαιὸσ ἀποφαίνει λόγοσ ἐρῶσαν ἀεὶ καὶ διώκουσαν καὶ συνοῦσαν ἀναπιμπλάναι τὰ ἐνταῦθα πάντων καλῶν καὶ ἀγαθῶν, ὅσα γενέσεωσ μετέσχηκε. (Plutarch, De Iside et Osiride, section 78 5:1)
- τὸν οὖν καὶ βλάπτειν ὑμᾶσ καὶ δόξησ ἀναπιμπλάναι φαύλησ ἐπιχειροῦντα, τοῦτον οὐ τιμωρήσεσθε λαβόντεσ; (Demosthenes, Speeches 21-30, 281:3)
- ἄλλοσ δέ τισ ἔφη τὸ καλὸν ἐκ πάντων συντεθὲν μόνῳ τούτῳ τῶν ἀκροδρύων ὁρᾶν ὑπάρχον καὶ γὰρ τὴν ψαῦσιν ἔχει καθάριον, ὥστε μὴ μολύνειν ἀλλ’ εὐωδίασ ἀναπιμπλάναι τὸν ἁπτόμενον, καὶ τὴν γεῦσιν ἡδεῖαν, ὀσφραίνεσθαί τε καὶ ἰδεῖν ἐπιτερπέστατόν ἐστι· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 5, 3:3)
- καὶ νῦν ἔφασαν αὐτούσ, ἐπείπερ οὐδὲ πεφευγότεσ τῆσ σωτηρίασ ἐλπίδα βεβαίαν ἔχουσιν, γνωσθέντασ γὰρ ὑπὸ Ῥωμαίων εὐθὺσ ἀπολεῖσθαι, τῆσ αὐτοῖσ προσηκούσησ συμφορᾶσ ἀναπιμπλάναι τοὺσ μηδενὸσ τῶν ἁμαρτημάτων μετασχόντασ. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 462:1)
- ἐπειδὴ δ’ ὑμῶν οἱ ἀκούσαντεσ πολλῷ μᾶλλον ἠγανάκτουν ἐπὶ τοῖσ κατὰ τοῦ πλήθουσ τοῦ ὑμετέρου λόγοισ, εἰ μὴ μόνον ἱκανὸν εἰή αὐτῷ ἰδίᾳ δεδωροδοκηκέναι, [ἀλλὰ καὶ τὸν δῆμο]ν [οἰοίτο δεῖν ἀνα]πιμ[πλάναι ] λέγων καὶ αἰτιώ[με]νοσ, ὅτι Ἀλεξάνδρῳ χαριζομένη ἡ βουλὴ ἀνελεῖν αὐτὸν βούλεται· (Hyperides, Speeches, 3:25)
Synonyms
-
to fill up
- ἐμπίπλημι (to be filled with . .)
- κατέχω (to fill, to fill)
- ἀποπίμπλημι (to fill up)
- πίμπλημι (I fill; I fill with)
- ἀναπληρόω (to fill up, to fill)
- ἀναπληρόω (to fill up)
- ἐγχέω (to fill the)
- περιπίμπλαμαι (to be filled full)
- μεστόω (to fill full of, to be filled or full of)
- καταπίμπλημι (to fill full of)
- ἐπιπίμπλημι (to fill full of)
- ἐμπίπλημι (to fill full of)
- ἐκπίμπλημι (to fill up, to fill, full of)
- ἀναμεστόω (to fill up, fill full)
- ἐκπληρόω (to fill quite up)
- ἀνταναπίμπλημι (to fill up in return)
- ἀνεκπίμπλημι (to fill up or again)
- προσπληρόω (to fill up or complete)
- πίμπλημι (I fill an office)
- ἐγχέω (to fill by pouring in)
- θυηπολέω (to sacrifice, is filled with sacrifices)
- καταγράφω (to fill, with writing)
- παρεμπίπλημι (to fill secretly with)
- μέλδομαι (to melt, filled with melting)
- τύφω (to fill, with smoke)
- ἄω ( to take one's fill)
- ἄω ()
- διυφαίνω (to fill up by weaving)
- ἀπομεστόομαι (to be filled to the brim)
- ἐμπίπλημι (to eat one's fill)
- ἐμπίνω (to drink one's fill)
- πληρόω (fill, make full)
-
having filled up the full measure
-
to fill full of
- περιπίμπλαμαι (to be filled full)
- μεστόω (to fill full of, to be filled or full of)
- ἐπιπίμπλημι (to fill full of)
- ἐμπίπλημι (to fill full of)
- ἐκπίμπλημι (to fill up, to fill, full of)
- καταπίμπλημι (to fill full of)
- ἀναμεστόω (to fill up, fill full)
- πληρόω (fill, make full)
- ὑπερεμφορέομαι (to be filled quite full)
- ἐμπίπλημι (to fill quite full)
- ἐγχέω (to fill the)
- ἀναπληρόω (to fill up)
- πίμπλημι (I fill; I fill with)
- ἐμπίπλημι (to be filled with . .)
- ἀναπληρόω (to fill up, to fill)
- ἀποπίμπλημι (to fill up)
- κατέχω (to fill, to fill)
- ὑπερεμπίπλημι (to fill over-full, to be overfull)
- διαλφιτόω (to fill full of barley meal)
- γέμω (to be full of)
- γέμω (to be full)
- βρύω ( to be full of)
- πίμπλημι (I fill full, satisfy, glut)
- ἀναπληρόω (to make up, supply, to fill their)