헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνάλωμα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀνάλωμα

형태분석: ἀναλωματ (어간)

어원: a)na_lo/w

  1. 경비, 비용, 지출, 필요물
  1. expenditure, cost, expenses

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀνάλωμα

경비가

ἀναλώματε

경비들이

ἀναλώματα

경비들이

속격 ἀναλώματος

경비의

ἀναλωμάτοιν

경비들의

ἀναλωμάτων

경비들의

여격 ἀναλώματι

경비에게

ἀναλωμάτοιν

경비들에게

ἀναλώμασιν*

경비들에게

대격 ἀνάλωμα

경비를

ἀναλώματε

경비들을

ἀναλώματα

경비들을

호격 ἀνάλωμα

경비야

ἀναλώματε

경비들아

ἀναλώματα

경비들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μετὰ δὲ τοῦτο ποῖαι τῶν προσόδων ἢ τὸ παράπαν οὐκ εἰσί, δυναταὶ δ’ εἰσὶ γενέσθαι, ἢ μικραὶ νῦν οὖσαι μείζουσ οἱαῖ́ τινεσ κατασκευασθῆναι, ἢ τῶν ἀναλωμάτων τῶν νῦν ἀναλουμένων, τίνα τε καὶ πόσα περιαιρεθέντα <τὰ> ὅλα μηθὲν βλάψει. (Aristotle, Economics, Book 2 16:1)

    (아리스토텔레스, 경제학, Book 2 16:1)

  • καὶ τὰ μὲν ἐπιτήδεια προσφερομένουσ πολυτελῶσ, μετὰ τοῦ κατακεῖσθαι καὶ πίνειν, ἔργον δ’ οὐδὲν ἄξιον τῶν ἀναλωμάτων ποιοῦντασ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 60 1:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 60 1:4)

  • μνημονεύεται δὲ αὐτοῦ τιμητεύοντοσ καλὸν μὲν ἔργον τὸ τοὺσ ἀγάμουσ λόγοισ τε πείθοντα καὶ ζημίαισ ἀπειλοῦντα συγκαταζεῦξαι ταῖσ χηρευούσαισ γυναιξί πολλαὶ δ’ ἦσαν αὗται διὰ τοὺσ πολέμουσ, ἀναγκαῖον δὲ τὸ καὶ τοὺσ ὀρφανοὺσ ὑποτελεῖσ ποιῆσαι πρότερον ἀνεισφόρουσ ὄντασ, αἴτιαι δ’ ἦσαν αἱ συνεχεῖσ στρατεῖαι μεγάλων ἀναλωμάτων δεόμεναι, καὶ μάλιστα κατήπειγεν ἡ Οὐηϊών πολιορκία, τούτουσ ἔνιοι Οὐηιεντανοὺσ καλοῦσιν. (Plutarch, Camillus, chapter 2 2:2)

    (플루타르코스, Camillus, chapter 2 2:2)

  • ἣν τὸ πρῶτον οἱ φθονοῦντεσ οἰόμενοι ταχὺ τῶν ἀναλωμάτων ἐπιλιπόντων ἐξίτηλον ἔσεσθαι, περιεώρων ἀνθοῦσαν ἐν τοῖσ πολλοῖσ· (Plutarch, Caesar, chapter 4 3:2)

    (플루타르코스, Caesar, chapter 4 3:2)

  • τὸ μὲν γὰρ πρέπον ἐν κόσμῳ ἐστίν, ὁ δὲ κόσμοσ οὐκ ἐκ τῶν τυχόντων ἀναλωμάτων, ἀλλ’ ἐν ὑπερβολῇ τῶν ἀναγκαίων ἐστίν. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 3 117:3)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 3 117:3)

유의어

  1. 경비

관련어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION