헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀναγκάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀναγκάζω ἀναγκάσω ἠνάγκασα ἠνάγκακα ἠνάγκασμαι ἠναγκάσθην

형태분석: ἀναγκάζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: a)na/gkh

  1. 강요하다
  1. (with accusative of person and infinitive) I force someone to do something

참고

'대격 + 부정사'와 함께 쓰여 '~에게 ~할 것을 강요하다'는 의미로 쓰임.

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναγκάζω

(나는) 강요한다

ἀναγκάζεις

(너는) 강요한다

ἀναγκάζει

(그는) 강요한다

쌍수 ἀναγκάζετον

(너희 둘은) 강요한다

ἀναγκάζετον

(그 둘은) 강요한다

복수 ἀναγκάζομεν

(우리는) 강요한다

ἀναγκάζετε

(너희는) 강요한다

ἀναγκάζουσιν*

(그들은) 강요한다

접속법단수 ἀναγκάζω

(나는) 강요하자

ἀναγκάζῃς

(너는) 강요하자

ἀναγκάζῃ

(그는) 강요하자

쌍수 ἀναγκάζητον

(너희 둘은) 강요하자

ἀναγκάζητον

(그 둘은) 강요하자

복수 ἀναγκάζωμεν

(우리는) 강요하자

ἀναγκάζητε

(너희는) 강요하자

ἀναγκάζωσιν*

(그들은) 강요하자

기원법단수 ἀναγκάζοιμι

(나는) 강요하기를 (바라다)

ἀναγκάζοις

(너는) 강요하기를 (바라다)

ἀναγκάζοι

(그는) 강요하기를 (바라다)

쌍수 ἀναγκάζοιτον

(너희 둘은) 강요하기를 (바라다)

ἀναγκαζοίτην

(그 둘은) 강요하기를 (바라다)

복수 ἀναγκάζοιμεν

(우리는) 강요하기를 (바라다)

ἀναγκάζοιτε

(너희는) 강요하기를 (바라다)

ἀναγκάζοιεν

(그들은) 강요하기를 (바라다)

명령법단수 ἀνάγκαζε

(너는) 강요해라

ἀναγκαζέτω

(그는) 강요해라

쌍수 ἀναγκάζετον

(너희 둘은) 강요해라

ἀναγκαζέτων

(그 둘은) 강요해라

복수 ἀναγκάζετε

(너희는) 강요해라

ἀναγκαζόντων, ἀναγκαζέτωσαν

(그들은) 강요해라

부정사 ἀναγκάζειν

강요하는 것

분사 남성여성중성
ἀναγκαζων

ἀναγκαζοντος

ἀναγκαζουσα

ἀναγκαζουσης

ἀναγκαζον

ἀναγκαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναγκάζομαι

(나는) 강요받는다

ἀναγκάζει, ἀναγκάζῃ

(너는) 강요받는다

ἀναγκάζεται

(그는) 강요받는다

쌍수 ἀναγκάζεσθον

(너희 둘은) 강요받는다

ἀναγκάζεσθον

(그 둘은) 강요받는다

복수 ἀναγκαζόμεθα

(우리는) 강요받는다

ἀναγκάζεσθε

(너희는) 강요받는다

ἀναγκάζονται

(그들은) 강요받는다

접속법단수 ἀναγκάζωμαι

(나는) 강요받자

ἀναγκάζῃ

(너는) 강요받자

ἀναγκάζηται

(그는) 강요받자

쌍수 ἀναγκάζησθον

(너희 둘은) 강요받자

ἀναγκάζησθον

(그 둘은) 강요받자

복수 ἀναγκαζώμεθα

(우리는) 강요받자

ἀναγκάζησθε

(너희는) 강요받자

ἀναγκάζωνται

(그들은) 강요받자

기원법단수 ἀναγκαζοίμην

(나는) 강요받기를 (바라다)

ἀναγκάζοιο

(너는) 강요받기를 (바라다)

ἀναγκάζοιτο

(그는) 강요받기를 (바라다)

쌍수 ἀναγκάζοισθον

(너희 둘은) 강요받기를 (바라다)

ἀναγκαζοίσθην

(그 둘은) 강요받기를 (바라다)

복수 ἀναγκαζοίμεθα

(우리는) 강요받기를 (바라다)

ἀναγκάζοισθε

(너희는) 강요받기를 (바라다)

ἀναγκάζοιντο

(그들은) 강요받기를 (바라다)

명령법단수 ἀναγκάζου

(너는) 강요받아라

ἀναγκαζέσθω

(그는) 강요받아라

쌍수 ἀναγκάζεσθον

(너희 둘은) 강요받아라

ἀναγκαζέσθων

(그 둘은) 강요받아라

복수 ἀναγκάζεσθε

(너희는) 강요받아라

ἀναγκαζέσθων, ἀναγκαζέσθωσαν

(그들은) 강요받아라

부정사 ἀναγκάζεσθαι

강요받는 것

분사 남성여성중성
ἀναγκαζομενος

ἀναγκαζομενου

ἀναγκαζομενη

ἀναγκαζομενης

ἀναγκαζομενον

ἀναγκαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναγκάσω

(나는) 강요하겠다

ἀναγκάσεις

(너는) 강요하겠다

ἀναγκάσει

(그는) 강요하겠다

쌍수 ἀναγκάσετον

(너희 둘은) 강요하겠다

ἀναγκάσετον

(그 둘은) 강요하겠다

복수 ἀναγκάσομεν

(우리는) 강요하겠다

ἀναγκάσετε

(너희는) 강요하겠다

ἀναγκάσουσιν*

(그들은) 강요하겠다

기원법단수 ἀναγκάσοιμι

(나는) 강요하겠기를 (바라다)

ἀναγκάσοις

(너는) 강요하겠기를 (바라다)

ἀναγκάσοι

(그는) 강요하겠기를 (바라다)

쌍수 ἀναγκάσοιτον

(너희 둘은) 강요하겠기를 (바라다)

ἀναγκασοίτην

(그 둘은) 강요하겠기를 (바라다)

복수 ἀναγκάσοιμεν

(우리는) 강요하겠기를 (바라다)

ἀναγκάσοιτε

(너희는) 강요하겠기를 (바라다)

ἀναγκάσοιεν

(그들은) 강요하겠기를 (바라다)

부정사 ἀναγκάσειν

강요할 것

분사 남성여성중성
ἀναγκασων

ἀναγκασοντος

ἀναγκασουσα

ἀναγκασουσης

ἀναγκασον

ἀναγκασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναγκάσομαι

(나는) 강요받겠다

ἀναγκάσει, ἀναγκάσῃ

(너는) 강요받겠다

ἀναγκάσεται

(그는) 강요받겠다

쌍수 ἀναγκάσεσθον

(너희 둘은) 강요받겠다

ἀναγκάσεσθον

(그 둘은) 강요받겠다

복수 ἀναγκασόμεθα

(우리는) 강요받겠다

ἀναγκάσεσθε

(너희는) 강요받겠다

ἀναγκάσονται

(그들은) 강요받겠다

기원법단수 ἀναγκασοίμην

(나는) 강요받겠기를 (바라다)

ἀναγκάσοιο

(너는) 강요받겠기를 (바라다)

ἀναγκάσοιτο

(그는) 강요받겠기를 (바라다)

쌍수 ἀναγκάσοισθον

(너희 둘은) 강요받겠기를 (바라다)

ἀναγκασοίσθην

(그 둘은) 강요받겠기를 (바라다)

복수 ἀναγκασοίμεθα

(우리는) 강요받겠기를 (바라다)

ἀναγκάσοισθε

(너희는) 강요받겠기를 (바라다)

ἀναγκάσοιντο

(그들은) 강요받겠기를 (바라다)

부정사 ἀναγκάσεσθαι

강요받을 것

분사 남성여성중성
ἀναγκασομενος

ἀναγκασομενου

ἀναγκασομενη

ἀναγκασομενης

ἀναγκασομενον

ἀναγκασομενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναγκασθήσομαι

(나는) 강요받겠다

ἀναγκασθήσῃ

(너는) 강요받겠다

ἀναγκασθήσεται

(그는) 강요받겠다

쌍수 ἀναγκασθήσεσθον

(너희 둘은) 강요받겠다

ἀναγκασθήσεσθον

(그 둘은) 강요받겠다

복수 ἀναγκασθησόμεθα

(우리는) 강요받겠다

ἀναγκασθήσεσθε

(너희는) 강요받겠다

ἀναγκασθήσονται

(그들은) 강요받겠다

기원법단수 ἀναγκασθησοίμην

(나는) 강요받겠기를 (바라다)

ἀναγκασθήσοιο

(너는) 강요받겠기를 (바라다)

ἀναγκασθήσοιτο

(그는) 강요받겠기를 (바라다)

쌍수 ἀναγκασθήσοισθον

(너희 둘은) 강요받겠기를 (바라다)

ἀναγκασθησοίσθην

(그 둘은) 강요받겠기를 (바라다)

복수 ἀναγκασθησοίμεθα

(우리는) 강요받겠기를 (바라다)

ἀναγκασθήσοισθε

(너희는) 강요받겠기를 (바라다)

ἀναγκασθήσοιντο

(그들은) 강요받겠기를 (바라다)

부정사 ἀναγκασθήσεσθαι

강요받을 것

분사 남성여성중성
ἀναγκασθησομενος

ἀναγκασθησομενου

ἀναγκασθησομενη

ἀναγκασθησομενης

ἀναγκασθησομενον

ἀναγκασθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠνάγκαζον

(나는) 강요하고 있었다

ἠνάγκαζες

(너는) 강요하고 있었다

ἠνάγκαζεν*

(그는) 강요하고 있었다

쌍수 ἠναγκάζετον

(너희 둘은) 강요하고 있었다

ἠναγκαζέτην

(그 둘은) 강요하고 있었다

복수 ἠναγκάζομεν

(우리는) 강요하고 있었다

ἠναγκάζετε

(너희는) 강요하고 있었다

ἠνάγκαζον

(그들은) 강요하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠναγκαζόμην

(나는) 강요받고 있었다

ἠναγκάζου

(너는) 강요받고 있었다

ἠναγκάζετο

(그는) 강요받고 있었다

쌍수 ἠναγκάζεσθον

(너희 둘은) 강요받고 있었다

ἠναγκαζέσθην

(그 둘은) 강요받고 있었다

복수 ἠναγκαζόμεθα

(우리는) 강요받고 있었다

ἠναγκάζεσθε

(너희는) 강요받고 있었다

ἠναγκάζοντο

(그들은) 강요받고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠνάγκασα

(나는) 강요했다

ἠνάγκασας

(너는) 강요했다

ἠνάγκασεν*

(그는) 강요했다

쌍수 ἠναγκάσατον

(너희 둘은) 강요했다

ἠναγκασάτην

(그 둘은) 강요했다

복수 ἠναγκάσαμεν

(우리는) 강요했다

ἠναγκάσατε

(너희는) 강요했다

ἠνάγκασαν

(그들은) 강요했다

접속법단수 ἀναγκάσω

(나는) 강요했자

ἀναγκάσῃς

(너는) 강요했자

ἀναγκάσῃ

(그는) 강요했자

쌍수 ἀναγκάσητον

(너희 둘은) 강요했자

ἀναγκάσητον

(그 둘은) 강요했자

복수 ἀναγκάσωμεν

(우리는) 강요했자

ἀναγκάσητε

(너희는) 강요했자

ἀναγκάσωσιν*

(그들은) 강요했자

기원법단수 ἀναγκάσαιμι

(나는) 강요했기를 (바라다)

ἀναγκάσαις

(너는) 강요했기를 (바라다)

ἀναγκάσαι

(그는) 강요했기를 (바라다)

쌍수 ἀναγκάσαιτον

(너희 둘은) 강요했기를 (바라다)

ἀναγκασαίτην

(그 둘은) 강요했기를 (바라다)

복수 ἀναγκάσαιμεν

(우리는) 강요했기를 (바라다)

ἀναγκάσαιτε

(너희는) 강요했기를 (바라다)

ἀναγκάσαιεν

(그들은) 강요했기를 (바라다)

명령법단수 ἀνάγκασον

(너는) 강요했어라

ἀναγκασάτω

(그는) 강요했어라

쌍수 ἀναγκάσατον

(너희 둘은) 강요했어라

ἀναγκασάτων

(그 둘은) 강요했어라

복수 ἀναγκάσατε

(너희는) 강요했어라

ἀναγκασάντων

(그들은) 강요했어라

부정사 ἀναγκάσαι

강요했는 것

분사 남성여성중성
ἀναγκασᾱς

ἀναγκασαντος

ἀναγκασᾱσα

ἀναγκασᾱσης

ἀναγκασαν

ἀναγκασαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠναγκασάμην

(나는) 강요받았다

ἠναγκάσω

(너는) 강요받았다

ἠναγκάσατο

(그는) 강요받았다

쌍수 ἠναγκάσασθον

(너희 둘은) 강요받았다

ἠναγκασάσθην

(그 둘은) 강요받았다

복수 ἠναγκασάμεθα

(우리는) 강요받았다

ἠναγκάσασθε

(너희는) 강요받았다

ἠναγκάσαντο

(그들은) 강요받았다

접속법단수 ἀναγκάσωμαι

(나는) 강요받았자

ἀναγκάσῃ

(너는) 강요받았자

ἀναγκάσηται

(그는) 강요받았자

쌍수 ἀναγκάσησθον

(너희 둘은) 강요받았자

ἀναγκάσησθον

(그 둘은) 강요받았자

복수 ἀναγκασώμεθα

(우리는) 강요받았자

ἀναγκάσησθε

(너희는) 강요받았자

ἀναγκάσωνται

(그들은) 강요받았자

기원법단수 ἀναγκασαίμην

(나는) 강요받았기를 (바라다)

ἀναγκάσαιο

(너는) 강요받았기를 (바라다)

ἀναγκάσαιτο

(그는) 강요받았기를 (바라다)

쌍수 ἀναγκάσαισθον

(너희 둘은) 강요받았기를 (바라다)

ἀναγκασαίσθην

(그 둘은) 강요받았기를 (바라다)

복수 ἀναγκασαίμεθα

(우리는) 강요받았기를 (바라다)

ἀναγκάσαισθε

(너희는) 강요받았기를 (바라다)

ἀναγκάσαιντο

(그들은) 강요받았기를 (바라다)

명령법단수 ἀνάγκασαι

(너는) 강요받았어라

ἀναγκασάσθω

(그는) 강요받았어라

쌍수 ἀναγκάσασθον

(너희 둘은) 강요받았어라

ἀναγκασάσθων

(그 둘은) 강요받았어라

복수 ἀναγκάσασθε

(너희는) 강요받았어라

ἀναγκασάσθων

(그들은) 강요받았어라

부정사 ἀναγκάσεσθαι

강요받았는 것

분사 남성여성중성
ἀναγκασαμενος

ἀναγκασαμενου

ἀναγκασαμενη

ἀναγκασαμενης

ἀναγκασαμενον

ἀναγκασαμενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠναγκάσθην

(나는) 강요받았다

ἠναγκάσθης

(너는) 강요받았다

ἠναγκάσθη

(그는) 강요받았다

쌍수 ἠναγκάσθητον

(너희 둘은) 강요받았다

ἠναγκασθήτην

(그 둘은) 강요받았다

복수 ἠναγκάσθημεν

(우리는) 강요받았다

ἠναγκάσθητε

(너희는) 강요받았다

ἠναγκάσθησαν

(그들은) 강요받았다

접속법단수 ἀναγκάσθω

(나는) 강요받았자

ἀναγκάσθῃς

(너는) 강요받았자

ἀναγκάσθῃ

(그는) 강요받았자

쌍수 ἀναγκάσθητον

(너희 둘은) 강요받았자

ἀναγκάσθητον

(그 둘은) 강요받았자

복수 ἀναγκάσθωμεν

(우리는) 강요받았자

ἀναγκάσθητε

(너희는) 강요받았자

ἀναγκάσθωσιν*

(그들은) 강요받았자

기원법단수 ἀναγκασθείην

(나는) 강요받았기를 (바라다)

ἀναγκασθείης

(너는) 강요받았기를 (바라다)

ἀναγκασθείη

(그는) 강요받았기를 (바라다)

쌍수 ἀναγκασθείητον

(너희 둘은) 강요받았기를 (바라다)

ἀναγκασθειήτην

(그 둘은) 강요받았기를 (바라다)

복수 ἀναγκασθείημεν

(우리는) 강요받았기를 (바라다)

ἀναγκασθείητε

(너희는) 강요받았기를 (바라다)

ἀναγκασθείησαν

(그들은) 강요받았기를 (바라다)

명령법단수 ἀναγκάσθητι

(너는) 강요받았어라

ἀναγκασθήτω

(그는) 강요받았어라

쌍수 ἀναγκάσθητον

(너희 둘은) 강요받았어라

ἀναγκασθήτων

(그 둘은) 강요받았어라

복수 ἀναγκάσθητε

(너희는) 강요받았어라

ἀναγκασθέντων

(그들은) 강요받았어라

부정사 ἀναγκασθῆναι

강요받았는 것

분사 남성여성중성
ἀναγκασθεις

ἀναγκασθεντος

ἀναγκασθεισα

ἀναγκασθεισης

ἀναγκασθεν

ἀναγκασθεντος

완료(Perfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠνάγκακα

(나는) 강요했다

ἠνάγκακας

(너는) 강요했다

ἠνάγκακεν*

(그는) 강요했다

쌍수 ἠναγκάκατον

(너희 둘은) 강요했다

ἠναγκάκατον

(그 둘은) 강요했다

복수 ἠναγκάκαμεν

(우리는) 강요했다

ἠναγκάκατε

(너희는) 강요했다

ἠναγκάκᾱσιν*

(그들은) 강요했다

접속법단수 ἠναγκάκω

(나는) 강요했자

ἠναγκάκῃς

(너는) 강요했자

ἠναγκάκῃ

(그는) 강요했자

쌍수 ἠναγκάκητον

(너희 둘은) 강요했자

ἠναγκάκητον

(그 둘은) 강요했자

복수 ἠναγκάκωμεν

(우리는) 강요했자

ἠναγκάκητε

(너희는) 강요했자

ἠναγκάκωσιν*

(그들은) 강요했자

기원법단수 ἠναγκάκοιμι

(나는) 강요했기를 (바라다)

ἠναγκάκοις

(너는) 강요했기를 (바라다)

ἠναγκάκοι

(그는) 강요했기를 (바라다)

쌍수 ἠναγκάκοιτον

(너희 둘은) 강요했기를 (바라다)

ἠναγκακοίτην

(그 둘은) 강요했기를 (바라다)

복수 ἠναγκάκοιμεν

(우리는) 강요했기를 (바라다)

ἠναγκάκοιτε

(너희는) 강요했기를 (바라다)

ἠναγκάκοιεν

(그들은) 강요했기를 (바라다)

명령법단수 ἠνάγκακε

(너는) 강요했어라

ἠναγκακέτω

(그는) 강요했어라

쌍수 ἠναγκάκετον

(너희 둘은) 강요했어라

ἠναγκακέτων

(그 둘은) 강요했어라

복수 ἠναγκάκετε

(너희는) 강요했어라

ἠναγκακόντων

(그들은) 강요했어라

부정사 ἠναγκακέναι

강요했는 것

분사 남성여성중성
ἠναγκακως

ἠναγκακοντος

ἠναγκακυῑα

ἠναγκακυῑᾱς

ἠναγκακον

ἠναγκακοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠνάγκασμαι

(나는) 강요받았다

ἠνάγκασαι

(너는) 강요받았다

ἠνάγκασται

(그는) 강요받았다

쌍수 ἠνάγκασθον

(너희 둘은) 강요받았다

ἠνάγκασθον

(그 둘은) 강요받았다

복수 ἠναγκάσμεθα

(우리는) 강요받았다

ἠνάγκασθε

(너희는) 강요받았다

ἠναγκάσαται

(그들은) 강요받았다

명령법단수 ἠνάγκασο

(너는) 강요받았어라

ἠναγκάσθω

(그는) 강요받았어라

쌍수 ἠνάγκασθον

(너희 둘은) 강요받았어라

ἠναγκάσθων

(그 둘은) 강요받았어라

복수 ἠνάγκασθε

(너희는) 강요받았어라

ἠναγκάσθων

(그들은) 강요받았어라

부정사 ἠνάγκασθαι

강요받았는 것

분사 남성여성중성
ἠναγκασμενος

ἠναγκασμενου

ἠναγκασμενη

ἠναγκασμενης

ἠναγκασμενον

ἠναγκασμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὦ ἄνδρεσ, οὐχ ὑπερισχύει ὁ οἶνοσ, ὅτι οὕτωσ ἀναγκάζει ποιεῖν̣ καὶ ἐσίγησεν οὕτωσ εἴπασ. (Septuagint, Liber Esdrae I 3:23)

    (70인역 성경, 에즈라기 3:23)

  • ἀλλ̓ ὁ λαὸσ ἐδίψησε σφόδρα καὶ ἠνάγκασαν ποιῆσαι ἡμᾶσ καθὰ ἐλαλήσαμεν αὐτοῖσ καὶ ἐπαγαγεῖν ὅρκον ἐφ̓ ἡμᾶσ, ὃν οὐ παραβησόμεθα. (Septuagint, Liber Iudith 8:30)

    (70인역 성경, 유딧기 8:30)

  • ΜΕΤ̓ οὐ πολὺν δὲ χρόνον ἐξαπέστειλεν ὁ βασιλεὺσ γέροντα Ἀθηναῖον ἀναγκάζειν τοὺσ Ἰουδαίουσ μεταβαίνειν ἐκ τῶν πατρώων νόμων καὶ τοῖσ τοῦ Θεοῦ νόμοισ μὴ πολιτεύεσθαι, (Septuagint, Liber Maccabees II 6:1)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 6:1)

  • ἤγοντο δὲ μετὰ πικρᾶσ ἀνάγκησ εἰσ τὴν κατὰ μῆνα τοῦ βασιλέωσ γενέθλιον ἡμέραν ἐπὶ σπλαγχνισμόν. γενομένησ δὲ Διονυσίων ἑορτῆσ ἠναγκάζοντο οἱ Ἰουδαῖοι κισσοὺσ ἔχοντεσ πομπεύειν τῷ Διονύσῳ. (Septuagint, Liber Maccabees II 6:7)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 6:7)

  • Ἐλεάζαρόσ τισ τῶν πρωτευόντων γραμματέων, ἀνὴρ ἤδη προβεβηκὼσ τὴν ἡλικίαν καὶ τὴν πρόσοψιν τοῦ προσώπου κάλλιστοσ τυγχάνων, ἀναχανὼν ἠναγκάζετο φαγεῖν ὕειον κρέασ. (Septuagint, Liber Maccabees II 6:18)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 6:18)

  • ἔπειτ’ ἀναγκάζω πάλιν ἐξεμεῖν ἅττ’ ἂν κεκλόφωσί μου, κημὸν καταμηλῶν. (Aristotle, Choral, antistrophe 23)

    (아리스토텔레스, Choral, antistrophe 23)

  • ἐγὼ γὰρ οὐδέν’ ἀγνοοῦντα τἀληθὲσ ἀναγκάζω μανθάνειν λέγειν, ἀλλ’, εἴ τι ἐμὴ συμβουλή, κτησάμενον ἐκεῖνο οὕτωσ ἐμὲ λαμβάνειν· (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 228:5)

    (플라톤, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 228:5)

  • καὶ ἐπὶ τούτοισ τὸν κολοφῶνα, ἀναγκάζω προσβιβάζω τὴν χρυσῆν σειρὰν ὡσ οὐδὲν ἄλλο ἢ τὸν ἥλιον Ὅμηροσ λέγει, καὶ δηλοῖ ὅτι ἑώσ μὲν ἂν ἡ περιφορὰ ᾖ κινουμένη καὶ ὁ ἥλιοσ, πάντα ἔστι καὶ σῴζεται τὰ ἐν θεοῖσ τε καὶ ἀνθρώποισ, εἰ δὲ σταίη τοῦτο ὥσπερ δεθέν, πάντα χρήματ’ ἂν διαφθαρείη καὶ γένοιτ’ ἂν τὸ λεγόμενον ἄνω κάτω πάντα; (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 71:5)

    (플라톤, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 71:5)

  • μαρτύρομαι θεοὺσ ἐγὼ πατρίουσ καὶ εἴ τισ ἐφεώρα ποτὲ τόνδε τὸν χῶρον, νῦν μὲν γὰρ οὐκ οἰόμαι, μαρτύρομαι δὲ καὶ στρατιὰν τὴν ἐμὴν καὶ τοὺσ παρ’ ἐμοὶ Ιοὐδαίουσ καὶ ὑμᾶσ αὐτούσ, ὡσ οὐκ ἐγὼ ταῦθ’ ὑμᾶσ ἀναγκάζω μιαίνειν. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 141:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 141:1)

유의어

  1. 강요하다

관련어

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION