헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συναναγκάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συναναγκάζω συναναγκάσω

형태분석: συν (접두사) + ἀναγκάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 강제로 참여하다, 강제로 돕다
  2. 강요하다, 집행하다
  1. to join or assist in compelling, to be compelled at the same time
  2. to execute by force also, extorted

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναναγκάζω

(나는) 강제로 참여한다

συναναγκάζεις

(너는) 강제로 참여한다

συναναγκάζει

(그는) 강제로 참여한다

쌍수 συναναγκάζετον

(너희 둘은) 강제로 참여한다

συναναγκάζετον

(그 둘은) 강제로 참여한다

복수 συναναγκάζομεν

(우리는) 강제로 참여한다

συναναγκάζετε

(너희는) 강제로 참여한다

συναναγκάζουσιν*

(그들은) 강제로 참여한다

접속법단수 συναναγκάζω

(나는) 강제로 참여하자

συναναγκάζῃς

(너는) 강제로 참여하자

συναναγκάζῃ

(그는) 강제로 참여하자

쌍수 συναναγκάζητον

(너희 둘은) 강제로 참여하자

συναναγκάζητον

(그 둘은) 강제로 참여하자

복수 συναναγκάζωμεν

(우리는) 강제로 참여하자

συναναγκάζητε

(너희는) 강제로 참여하자

συναναγκάζωσιν*

(그들은) 강제로 참여하자

기원법단수 συναναγκάζοιμι

(나는) 강제로 참여하기를 (바라다)

συναναγκάζοις

(너는) 강제로 참여하기를 (바라다)

συναναγκάζοι

(그는) 강제로 참여하기를 (바라다)

쌍수 συναναγκάζοιτον

(너희 둘은) 강제로 참여하기를 (바라다)

συναναγκαζοίτην

(그 둘은) 강제로 참여하기를 (바라다)

복수 συναναγκάζοιμεν

(우리는) 강제로 참여하기를 (바라다)

συναναγκάζοιτε

(너희는) 강제로 참여하기를 (바라다)

συναναγκάζοιεν

(그들은) 강제로 참여하기를 (바라다)

명령법단수 συνανάγκαζε

(너는) 강제로 참여해라

συναναγκαζέτω

(그는) 강제로 참여해라

쌍수 συναναγκάζετον

(너희 둘은) 강제로 참여해라

συναναγκαζέτων

(그 둘은) 강제로 참여해라

복수 συναναγκάζετε

(너희는) 강제로 참여해라

συναναγκαζόντων, συναναγκαζέτωσαν

(그들은) 강제로 참여해라

부정사 συναναγκάζειν

강제로 참여하는 것

분사 남성여성중성
συναναγκαζων

συναναγκαζοντος

συναναγκαζουσα

συναναγκαζουσης

συναναγκαζον

συναναγκαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναναγκάζομαι

(나는) 강제로 참여된다

συναναγκάζει, συναναγκάζῃ

(너는) 강제로 참여된다

συναναγκάζεται

(그는) 강제로 참여된다

쌍수 συναναγκάζεσθον

(너희 둘은) 강제로 참여된다

συναναγκάζεσθον

(그 둘은) 강제로 참여된다

복수 συναναγκαζόμεθα

(우리는) 강제로 참여된다

συναναγκάζεσθε

(너희는) 강제로 참여된다

συναναγκάζονται

(그들은) 강제로 참여된다

접속법단수 συναναγκάζωμαι

(나는) 강제로 참여되자

συναναγκάζῃ

(너는) 강제로 참여되자

συναναγκάζηται

(그는) 강제로 참여되자

쌍수 συναναγκάζησθον

(너희 둘은) 강제로 참여되자

συναναγκάζησθον

(그 둘은) 강제로 참여되자

복수 συναναγκαζώμεθα

(우리는) 강제로 참여되자

συναναγκάζησθε

(너희는) 강제로 참여되자

συναναγκάζωνται

(그들은) 강제로 참여되자

기원법단수 συναναγκαζοίμην

(나는) 강제로 참여되기를 (바라다)

συναναγκάζοιο

(너는) 강제로 참여되기를 (바라다)

συναναγκάζοιτο

(그는) 강제로 참여되기를 (바라다)

쌍수 συναναγκάζοισθον

(너희 둘은) 강제로 참여되기를 (바라다)

συναναγκαζοίσθην

(그 둘은) 강제로 참여되기를 (바라다)

복수 συναναγκαζοίμεθα

(우리는) 강제로 참여되기를 (바라다)

συναναγκάζοισθε

(너희는) 강제로 참여되기를 (바라다)

συναναγκάζοιντο

(그들은) 강제로 참여되기를 (바라다)

명령법단수 συναναγκάζου

(너는) 강제로 참여되어라

συναναγκαζέσθω

(그는) 강제로 참여되어라

쌍수 συναναγκάζεσθον

(너희 둘은) 강제로 참여되어라

συναναγκαζέσθων

(그 둘은) 강제로 참여되어라

복수 συναναγκάζεσθε

(너희는) 강제로 참여되어라

συναναγκαζέσθων, συναναγκαζέσθωσαν

(그들은) 강제로 참여되어라

부정사 συναναγκάζεσθαι

강제로 참여되는 것

분사 남성여성중성
συναναγκαζομενος

συναναγκαζομενου

συναναγκαζομενη

συναναγκαζομενης

συναναγκαζομενον

συναναγκαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναναγκάσω

(나는) 강제로 참여하겠다

συναναγκάσεις

(너는) 강제로 참여하겠다

συναναγκάσει

(그는) 강제로 참여하겠다

쌍수 συναναγκάσετον

(너희 둘은) 강제로 참여하겠다

συναναγκάσετον

(그 둘은) 강제로 참여하겠다

복수 συναναγκάσομεν

(우리는) 강제로 참여하겠다

συναναγκάσετε

(너희는) 강제로 참여하겠다

συναναγκάσουσιν*

(그들은) 강제로 참여하겠다

기원법단수 συναναγκάσοιμι

(나는) 강제로 참여하겠기를 (바라다)

συναναγκάσοις

(너는) 강제로 참여하겠기를 (바라다)

συναναγκάσοι

(그는) 강제로 참여하겠기를 (바라다)

쌍수 συναναγκάσοιτον

(너희 둘은) 강제로 참여하겠기를 (바라다)

συναναγκασοίτην

(그 둘은) 강제로 참여하겠기를 (바라다)

복수 συναναγκάσοιμεν

(우리는) 강제로 참여하겠기를 (바라다)

συναναγκάσοιτε

(너희는) 강제로 참여하겠기를 (바라다)

συναναγκάσοιεν

(그들은) 강제로 참여하겠기를 (바라다)

부정사 συναναγκάσειν

강제로 참여할 것

분사 남성여성중성
συναναγκασων

συναναγκασοντος

συναναγκασουσα

συναναγκασουσης

συναναγκασον

συναναγκασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναναγκάσομαι

(나는) 강제로 참여되겠다

συναναγκάσει, συναναγκάσῃ

(너는) 강제로 참여되겠다

συναναγκάσεται

(그는) 강제로 참여되겠다

쌍수 συναναγκάσεσθον

(너희 둘은) 강제로 참여되겠다

συναναγκάσεσθον

(그 둘은) 강제로 참여되겠다

복수 συναναγκασόμεθα

(우리는) 강제로 참여되겠다

συναναγκάσεσθε

(너희는) 강제로 참여되겠다

συναναγκάσονται

(그들은) 강제로 참여되겠다

기원법단수 συναναγκασοίμην

(나는) 강제로 참여되겠기를 (바라다)

συναναγκάσοιο

(너는) 강제로 참여되겠기를 (바라다)

συναναγκάσοιτο

(그는) 강제로 참여되겠기를 (바라다)

쌍수 συναναγκάσοισθον

(너희 둘은) 강제로 참여되겠기를 (바라다)

συναναγκασοίσθην

(그 둘은) 강제로 참여되겠기를 (바라다)

복수 συναναγκασοίμεθα

(우리는) 강제로 참여되겠기를 (바라다)

συναναγκάσοισθε

(너희는) 강제로 참여되겠기를 (바라다)

συναναγκάσοιντο

(그들은) 강제로 참여되겠기를 (바라다)

부정사 συναναγκάσεσθαι

강제로 참여될 것

분사 남성여성중성
συναναγκασομενος

συναναγκασομενου

συναναγκασομενη

συναναγκασομενης

συναναγκασομενον

συναναγκασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνηνάγκαζον

(나는) 강제로 참여하고 있었다

συνηνάγκαζες

(너는) 강제로 참여하고 있었다

συνηνάγκαζεν*

(그는) 강제로 참여하고 있었다

쌍수 συνηναγκάζετον

(너희 둘은) 강제로 참여하고 있었다

συνηναγκαζέτην

(그 둘은) 강제로 참여하고 있었다

복수 συνηναγκάζομεν

(우리는) 강제로 참여하고 있었다

συνηναγκάζετε

(너희는) 강제로 참여하고 있었다

συνηνάγκαζον

(그들은) 강제로 참여하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνηναγκαζόμην

(나는) 강제로 참여되고 있었다

συνηναγκάζου

(너는) 강제로 참여되고 있었다

συνηναγκάζετο

(그는) 강제로 참여되고 있었다

쌍수 συνηναγκάζεσθον

(너희 둘은) 강제로 참여되고 있었다

συνηναγκαζέσθην

(그 둘은) 강제로 참여되고 있었다

복수 συνηναγκαζόμεθα

(우리는) 강제로 참여되고 있었다

συνηναγκάζεσθε

(너희는) 강제로 참여되고 있었다

συνηναγκάζοντο

(그들은) 강제로 참여되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μετὰ δὲ ταῦτα τῶν περὶ Κρατερὸν στεγνὰ κατασκευασάντων καὶ συναναγκαζόντων τοὺσ πολεμίουσ μένειν τὸν χειμῶνα καὶ διακαρτερεῖν ἐν τόποισ χιονοβολουμένοισ καὶ τροφῆσ ἐνδεέσιν εἰσ τοὺσ ἐσχάτουσ ἦλθον κινδύνουσ· (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 25 1:4)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 25 1:4)

  • γενομένου δὲ τοῦ κηρύγματοσ καθότι προείρηται, παρὰ μὲν τοῖσ περὶ Ἀντίγονον ἐγίνοντο φωναὶ δυσχερεῖσ, ὅτι συναναγκάζοιντο πρὸσ συγγενεῖσ καὶ πρεσβυτέρουσ διαμάχεσθαι, παρὰ δὲ τοῖσ μετ’ Εὐμενοῦσ παρατασσομένοισ παρακελευσμὸσ καὶ βοὴ τὴν ταχίστην ἄγειν ἐπὶ τοὺσ πολεμίουσ. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 19, chapter 41 3:1)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 19, chapter 41 3:1)

  • ἄλλωσ τε καὶ τὸ πείθεσθαι στασιάζουσιν ὀλίγοισ, δέον αὐτοὺσ δῆμον ὄντασ τοσοῦτον συναναγκάζειν κἀκείνουσ συνευγνωμονεῖν, δεινῆσ ἀκρασίασ εἶναι. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 425:2)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 425:2)

  • ὧν ποιησάντων τὸ προσταχθὲν ὥσπερ ἀφ’ ἑνὸσ παρακελεύσματοσ, ὁ Ἀγησίλαοσ θαυμάσασ τήν τε εὐταξίαν τῶν πολεμίων καὶ τὴν καταφρόνησιν, τὸ μὲν βιάζεσθαι πρὸσ ὑπερδεξίουσ τόπουσ καὶ συναναγκάζειν τοὺσ ἐναντίουσ ἄνδρασ ἀγαθοὺσ γίνεσθαι πρὸσ τὸν ἐκ χειρὸσ κίνδυνον οὐκ ἔκρινε, πεῖραν δὲ λαβὼν ὅτι τολμήσουσιν ἀναγκαζόμενοι διαγωνίσασθαι περὶ τῆσ νίκησ, ἐν τῷ πεδίῳ προεκαλεῖτο. (Diodorus Siculus, Library, book xv, chapter 32 7:1)

    (디오도로스 시켈로스, Library, book xv, chapter 32 7:1)

유의어

  1. 강제로 참여하다

    • συμπείθω (to join or assist in persuading, to help in persuading, to allow oneself to be persuaded at the same time)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION