헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταναγκάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταναγκάζω καταναγκάσω

형태분석: κατ (접두사) + ἀναγκάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 가두다, 제한하다, 국한하다
  1. to overpower by force, confine
  2. to coerce

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταναγκάζω

(나는) 가둔다

καταναγκάζεις

(너는) 가둔다

καταναγκάζει

(그는) 가둔다

쌍수 καταναγκάζετον

(너희 둘은) 가둔다

καταναγκάζετον

(그 둘은) 가둔다

복수 καταναγκάζομεν

(우리는) 가둔다

καταναγκάζετε

(너희는) 가둔다

καταναγκάζουσιν*

(그들은) 가둔다

접속법단수 καταναγκάζω

(나는) 가두자

καταναγκάζῃς

(너는) 가두자

καταναγκάζῃ

(그는) 가두자

쌍수 καταναγκάζητον

(너희 둘은) 가두자

καταναγκάζητον

(그 둘은) 가두자

복수 καταναγκάζωμεν

(우리는) 가두자

καταναγκάζητε

(너희는) 가두자

καταναγκάζωσιν*

(그들은) 가두자

기원법단수 καταναγκάζοιμι

(나는) 가두기를 (바라다)

καταναγκάζοις

(너는) 가두기를 (바라다)

καταναγκάζοι

(그는) 가두기를 (바라다)

쌍수 καταναγκάζοιτον

(너희 둘은) 가두기를 (바라다)

καταναγκαζοίτην

(그 둘은) 가두기를 (바라다)

복수 καταναγκάζοιμεν

(우리는) 가두기를 (바라다)

καταναγκάζοιτε

(너희는) 가두기를 (바라다)

καταναγκάζοιεν

(그들은) 가두기를 (바라다)

명령법단수 κατανάγκαζε

(너는) 가두어라

καταναγκαζέτω

(그는) 가두어라

쌍수 καταναγκάζετον

(너희 둘은) 가두어라

καταναγκαζέτων

(그 둘은) 가두어라

복수 καταναγκάζετε

(너희는) 가두어라

καταναγκαζόντων, καταναγκαζέτωσαν

(그들은) 가두어라

부정사 καταναγκάζειν

가두는 것

분사 남성여성중성
καταναγκαζων

καταναγκαζοντος

καταναγκαζουσα

καταναγκαζουσης

καταναγκαζον

καταναγκαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταναγκάζομαι

(나는) 가두어진다

καταναγκάζει, καταναγκάζῃ

(너는) 가두어진다

καταναγκάζεται

(그는) 가두어진다

쌍수 καταναγκάζεσθον

(너희 둘은) 가두어진다

καταναγκάζεσθον

(그 둘은) 가두어진다

복수 καταναγκαζόμεθα

(우리는) 가두어진다

καταναγκάζεσθε

(너희는) 가두어진다

καταναγκάζονται

(그들은) 가두어진다

접속법단수 καταναγκάζωμαι

(나는) 가두어지자

καταναγκάζῃ

(너는) 가두어지자

καταναγκάζηται

(그는) 가두어지자

쌍수 καταναγκάζησθον

(너희 둘은) 가두어지자

καταναγκάζησθον

(그 둘은) 가두어지자

복수 καταναγκαζώμεθα

(우리는) 가두어지자

καταναγκάζησθε

(너희는) 가두어지자

καταναγκάζωνται

(그들은) 가두어지자

기원법단수 καταναγκαζοίμην

(나는) 가두어지기를 (바라다)

καταναγκάζοιο

(너는) 가두어지기를 (바라다)

καταναγκάζοιτο

(그는) 가두어지기를 (바라다)

쌍수 καταναγκάζοισθον

(너희 둘은) 가두어지기를 (바라다)

καταναγκαζοίσθην

(그 둘은) 가두어지기를 (바라다)

복수 καταναγκαζοίμεθα

(우리는) 가두어지기를 (바라다)

καταναγκάζοισθε

(너희는) 가두어지기를 (바라다)

καταναγκάζοιντο

(그들은) 가두어지기를 (바라다)

명령법단수 καταναγκάζου

(너는) 가두어져라

καταναγκαζέσθω

(그는) 가두어져라

쌍수 καταναγκάζεσθον

(너희 둘은) 가두어져라

καταναγκαζέσθων

(그 둘은) 가두어져라

복수 καταναγκάζεσθε

(너희는) 가두어져라

καταναγκαζέσθων, καταναγκαζέσθωσαν

(그들은) 가두어져라

부정사 καταναγκάζεσθαι

가두어지는 것

분사 남성여성중성
καταναγκαζομενος

καταναγκαζομενου

καταναγκαζομενη

καταναγκαζομενης

καταναγκαζομενον

καταναγκαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταναγκάσω

(나는) 가두겠다

καταναγκάσεις

(너는) 가두겠다

καταναγκάσει

(그는) 가두겠다

쌍수 καταναγκάσετον

(너희 둘은) 가두겠다

καταναγκάσετον

(그 둘은) 가두겠다

복수 καταναγκάσομεν

(우리는) 가두겠다

καταναγκάσετε

(너희는) 가두겠다

καταναγκάσουσιν*

(그들은) 가두겠다

기원법단수 καταναγκάσοιμι

(나는) 가두겠기를 (바라다)

καταναγκάσοις

(너는) 가두겠기를 (바라다)

καταναγκάσοι

(그는) 가두겠기를 (바라다)

쌍수 καταναγκάσοιτον

(너희 둘은) 가두겠기를 (바라다)

καταναγκασοίτην

(그 둘은) 가두겠기를 (바라다)

복수 καταναγκάσοιμεν

(우리는) 가두겠기를 (바라다)

καταναγκάσοιτε

(너희는) 가두겠기를 (바라다)

καταναγκάσοιεν

(그들은) 가두겠기를 (바라다)

부정사 καταναγκάσειν

가둘 것

분사 남성여성중성
καταναγκασων

καταναγκασοντος

καταναγκασουσα

καταναγκασουσης

καταναγκασον

καταναγκασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταναγκάσομαι

(나는) 가두어지겠다

καταναγκάσει, καταναγκάσῃ

(너는) 가두어지겠다

καταναγκάσεται

(그는) 가두어지겠다

쌍수 καταναγκάσεσθον

(너희 둘은) 가두어지겠다

καταναγκάσεσθον

(그 둘은) 가두어지겠다

복수 καταναγκασόμεθα

(우리는) 가두어지겠다

καταναγκάσεσθε

(너희는) 가두어지겠다

καταναγκάσονται

(그들은) 가두어지겠다

기원법단수 καταναγκασοίμην

(나는) 가두어지겠기를 (바라다)

καταναγκάσοιο

(너는) 가두어지겠기를 (바라다)

καταναγκάσοιτο

(그는) 가두어지겠기를 (바라다)

쌍수 καταναγκάσοισθον

(너희 둘은) 가두어지겠기를 (바라다)

καταναγκασοίσθην

(그 둘은) 가두어지겠기를 (바라다)

복수 καταναγκασοίμεθα

(우리는) 가두어지겠기를 (바라다)

καταναγκάσοισθε

(너희는) 가두어지겠기를 (바라다)

καταναγκάσοιντο

(그들은) 가두어지겠기를 (바라다)

부정사 καταναγκάσεσθαι

가두어질 것

분사 남성여성중성
καταναγκασομενος

καταναγκασομενου

καταναγκασομενη

καταναγκασομενης

καταναγκασομενον

καταναγκασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατήναγκαζον

(나는) 가두고 있었다

κατήναγκαζες

(너는) 가두고 있었다

κατήναγκαζεν*

(그는) 가두고 있었다

쌍수 κατηνᾶγκαζετον

(너희 둘은) 가두고 있었다

κατηνάγκαζετην

(그 둘은) 가두고 있었다

복수 κατηνᾶγκαζομεν

(우리는) 가두고 있었다

κατηνᾶγκαζετε

(너희는) 가두고 있었다

κατήναγκαζον

(그들은) 가두고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατηνάγκαζομην

(나는) 가두어지고 있었다

κατηνᾶγκαζου

(너는) 가두어지고 있었다

κατηνᾶγκαζετο

(그는) 가두어지고 있었다

쌍수 κατηνᾶγκαζεσθον

(너희 둘은) 가두어지고 있었다

κατηνάγκαζεσθην

(그 둘은) 가두어지고 있었다

복수 κατηνάγκαζομεθα

(우리는) 가두어지고 있었다

κατηνᾶγκαζεσθε

(너희는) 가두어지고 있었다

κατηνᾶγκαζοντο

(그들은) 가두어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἃ δὲ περὶ τῶν νέων γιγνώσκομεν καὶ ὅπωσ αὐτοῖσ χρώμεθα, ἐπειδὰν πρῶτον ἄρξωνται συνιέναι τε τοῦ βελτίονοσ καὶ τῷ σώματι ἀνδρίζεσθαι καὶ ὑφίστασθαι τοὺσ πόνουσ, ταῦτα ἤδη σοι διέξειμι, ὡσ μάθοισ οὗτινοσ χάριν τὰσ ἀσκήσεισ ταύτασ προτεθείκαμεν αὐτοῖσ καὶ διαπονεῖν τὸ σῶμα καταναγκάζομεν, οὐ μόνον ἕνεκα τῶν ἀγώνων, ὅπωσ τὰ ἆθλα δύναιντο ἀναιρεῖσθαι ‐ ἐπ’ ἐκεῖνα μὲν γὰρ ὀλίγοι πάνυ ἐξ ἁπάντων χωροῦσιν ‐ ἀλλὰ μεῖζόν τι ἁπάσῃ τῇ πόλει ἀγαθὸν ἐκ τούτου καὶ αὐτοῖσ ἐκείνοισ προσκτώμενοι. (Lucian, Anacharsis, (no name) 15:2)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 15:2)

  • ὁ δέ τισ ἔμπαλιν, πονεῖν τὰ πάντα καὶ μοχθεῖν καὶ τὸ σῶμα καταναγκάζειν ῥυπῶντα καὶ αὐχμῶντα καὶ πᾶσι δυσαρεστοῦντα καὶ λοιδορούμενον, συνεχὲσ ἐπιρραψῳδῶν τὰ πάνδημα ἐκεῖνα τοῦ Ἡσιόδου περὶ τῆσ ἀρετῆσ ἔπη καὶ τὸν ἱδρῶτα καὶ τὴν ἐπὶ τὸ ἄκρον ἀνάβασιν. (Lucian, Necyomantia, (no name) 4:5)

    (루키아노스, Necyomantia, (no name) 4:5)

  • Ἔπειτα χρὴ μεσηγὺ δύο στύλων στρωτῆρα πλάγιον εὖ προσδῆσαι, ἔπειτα ὑπερενεγκεῖν τὴν χεῖρα ξὺν τῷ ξύλῳ ὑπὲρ τοῦ στρωτῆροσ, ὅκωσ ἡ μὲν χεὶρ ἐπὶ θάτερα ἐῄ, ἐπὶ θάτερα δὲ τὸ σῶμα, κατὰ δὲ τὴν μασχάλην ὁ στρωτήρ‧ κἄπειτα ἐπὶ μὲν θάτερα τὴν χεῖρα καταναγκάζειν ξὺν τῷ ξύλῳ περὶ τὸν στρωτῆρα, ἐπὶ θάτερα δὲ τὸ ἄλλο σῶμα. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 7.3)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 7.3)

  • Τὸ αὐτὸ δὲ ποιέει καὶ περὶ κλιμακτῆρα καταναγκάζειν, τοῦτον τὸν τρόπον σκευάσαντα. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 7.8)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 7.8)

  • Πάνυ μὴν ἱκανῶσ ἔχει, καὶ περὶ μέγα ἕδοσ θεσσαλικὸν ἀναγκάζειν, ἢν νεαρὸν ἐῄ τὸ ὀλίσθημα‧ ἐσκευάσθαι μέντοι χρὴ τὸ ξύλον οὕτωσ, ὥσπερ εἴρηται‧ ἀτὰρ τὸν ἄνθρωπον καθίσαι πλάγιον ἐπὶ τῷ δίφρῳ‧ κἄπειτα τὸν βραχίονα ξὺν τῷ ξύλῳ ὑπερβάλλειν ὑπὲρ τοῦ ἀνακλισμοῦ, καὶ ἐπὶ μὲν θάτερα τὸ σῶμα καταναγκάζειν, ἐπὶ δὲ θάτερα τὸν βραχίονα σὺν τῷ ξύλῳ. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 7.9)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 7.9)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION