- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄκαμπτος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: akamptos 고전 발음: [아깜] 신약 발음: [아깜]

기본형: ἄκαμπτος ἄκαμπτη ἄκαμπτον

형태분석: (접두사) + καμπτ (어간) + ος (어미)

어원: κάμπτω

  1. 엄격한, 심각한, 심한, 몹시 엄격한, 튼튼한, 굳건한, 냉혹한
  1. unbent, that will not bend, rigid, unbending, unflinching, inexorable

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἄκαμπτος

엄격한 (이)가

ἄκάμπτη

엄격한 (이)가

ἄκαμπτον

엄격한 (것)가

속격 ἀκάμπτου

엄격한 (이)의

ἄκάμπτης

엄격한 (이)의

ἀκάμπτου

엄격한 (것)의

여격 ἀκάμπτῳ

엄격한 (이)에게

ἄκάμπτῃ

엄격한 (이)에게

ἀκάμπτῳ

엄격한 (것)에게

대격 ἄκαμπτον

엄격한 (이)를

ἄκάμπτην

엄격한 (이)를

ἄκαμπτον

엄격한 (것)를

호격 ἄκαμπτε

엄격한 (이)야

ἄκάμπτη

엄격한 (이)야

ἄκαμπτον

엄격한 (것)야

쌍수주/대/호 ἀκάμπτω

엄격한 (이)들이

ἄκάμπτα

엄격한 (이)들이

ἀκάμπτω

엄격한 (것)들이

속/여 ἀκάμπτοιν

엄격한 (이)들의

ἄκάμπταιν

엄격한 (이)들의

ἀκάμπτοιν

엄격한 (것)들의

복수주격 ἄκαμπτοι

엄격한 (이)들이

ἄκαμπται

엄격한 (이)들이

ἄκαμπτα

엄격한 (것)들이

속격 ἀκάμπτων

엄격한 (이)들의

ἄκαμπτῶν

엄격한 (이)들의

ἀκάμπτων

엄격한 (것)들의

여격 ἀκάμπτοις

엄격한 (이)들에게

ἄκάμπταις

엄격한 (이)들에게

ἀκάμπτοις

엄격한 (것)들에게

대격 ἀκάμπτους

엄격한 (이)들을

ἄκάμπτας

엄격한 (이)들을

ἄκαμπτα

엄격한 (것)들을

호격 ἄκαμπτοι

엄격한 (이)들아

ἄκαμπται

엄격한 (이)들아

ἄκαμπτα

엄격한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Βροῦτον δὲ λέγουσι δι ἀρετὴν φιλεῖσθαι μὲν ὑπὸ τῶν πολλῶν, ἐρᾶσθαι δ ὑπὸ τῶν φίλων, θαυμάζεσθαι δ ὑπὸ τῶν ἀρίστων, μισεῖσθαι δὲ μηδ ὑπὸ τῶν πολεμίων, ὅτι πρᾷος ὁ ἀνὴρ διαφερόντως καὶ μεγαλόφρων καὶ πρὸς πᾶσαν ὀργὴν καὶ ἡδονὴν καὶ πλεονεξίαν ἀπαθής, ὄρθιον δὲ τὴν γνώμην καὶ ἄκαμπτον ἑστῶσαν ὑπὲρ τοῦ καλοῦ καὶ δικαίου διαφυλάττων, καὶ μέγιστον ὑπῆρχεν αὐτῷ πρὸς εὔνοιαν καὶ δόξαν ἡ τῆς προαιρέσεως πίστις. (Plutarch, Brutus, chapter 29 2:1)

    (플루타르코스, Brutus, chapter 29 2:1)

  • ὁ δὲ Κάτων ἐπειδὴ τὴν ἱερωσύνην ἔλαβε τοῦ Ἀπόλλωνος, μετοικήσας καὶ νειμάμενος μοῖραν τῶν πατρῴων ἑκατὸν εἴκοσι ταλάντων γενομένην, τὴν μὲν δίαιταν ἔτι μᾶλλον συνέστειλεν, Ἀντίπατρον δὲ Τύριον τῶν ἀπὸ τῆς στοᾶς φιλοσόφων προσεταιρισάμενος, τοῖς ἠθικοῖς μάλιστα καὶ πολιτικοῖς ἐνεφύετο δόγμασι, περὶ πᾶσαν μὲν ἀρετὴν ὥσπερ ἐπιπνοίᾳ τινὶ κατάσχετος γεγονώς, διαφόρως δὲ τοῦ καλοῦ τὸ περὶ τὴν δικαιοσύνην ἀτενὲς, καὶ ἄκαμπτον εἰς ἐπιείκειαν ἢ χάριν, ὑπερηγαπηκώς. (Plutarch, Cato the Younger, chapter 4 1:1)

    (플루타르코스, Cato the Younger, chapter 4 1:1)

  • ὁ δὲ οὐκ ὢν ἀγεννὴς ἐποίει τὸ προσταττόμενον σιωπῇ, καὶ παραμένων ἅμα τῷ Λυκούργῳ καὶ συνδιαιτώμενος ἐν τῷ κατανοεῖν τὴν πρᾳότητα καὶ τὸ ἀπαθὲς αὐτοῦ τῆς ψυχῆς καὶ τὸ περὶ τὴν δίαιταν αὐστηρὸν καὶ τὸ πρὸς τοὺς πόνους ἄκαμπτον, αὐτός τε δεινῶς διετέθη περὶ τὸν ἄνδρα, καὶ πρὸς τοὺς συνήθεις καὶ φίλους ἔλεγεν ὡς οὐ σκληρὸς οὐδ αὐθάδης ὁ Λυκοῦργος, ἀλλὰ μόνος ἥμερος καὶ πρᾷός ἐστι τοῖς ἄλλοις. (Plutarch, Lycurgus, chapter 11 3:1)

    (플루타르코스, Lycurgus, chapter 11 3:1)

  • ὤλετο χἀ ποθινὰ τέρψις σέθεν ἐς γὰρ ἄκαμπτον, ἐς τὸν ἀνόστητον χῶρον ἔβης ἐνέρων οὐδ ἐς ἐφηβείαν ἦλθες, τέκος: (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 467 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 467 1:1)

  • εἰς τὴν αὐτήν ὦ στοναχῶν δακρύων τε καὶ ἐννυχίων μελεδώνων ὦ Νόννης ζαθέης τετρυμένα γυῖα πόνοισι ποῦ ποτ ἐήν, νηὸς μόχθων λύσε γῆρας ἄκαμπτον. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 8, chapter 571)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 8, chapter 571)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION