헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀγωγός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀγωγός ἀγωγός ἀγωγόν

형태분석: ἀγωγ (어간) + ος (어미)

어원: a)/gw

  1. leading, guiding
  2. (masculine substantive) guide, escort
  3. (with πρός ‎(prós) or ἐπί ‎(epí)) leading to
  4. drawing, attracting
  5. eliciting, evoking

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἀγωγός

(이)가

ἀγωγόν

(것)가

속격 ἀγωγοῦ

(이)의

ἀγωγοῦ

(것)의

여격 ἀγωγῷ

(이)에게

ἀγωγῷ

(것)에게

대격 ἀγωγόν

(이)를

ἀγωγόν

(것)를

호격 ἀγωγέ

(이)야

ἀγωγόν

(것)야

쌍수주/대/호 ἀγωγώ

(이)들이

ἀγωγώ

(것)들이

속/여 ἀγωγοῖν

(이)들의

ἀγωγοῖν

(것)들의

복수주격 ἀγωγοί

(이)들이

ἀγωγά

(것)들이

속격 ἀγωγῶν

(이)들의

ἀγωγῶν

(것)들의

여격 ἀγωγοῖς

(이)들에게

ἀγωγοῖς

(것)들에게

대격 ἀγωγούς

(이)들을

ἀγωγά

(것)들을

호격 ἀγωγοί

(이)들아

ἀγωγά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀτὰρ ἠδὲ ἔγχυτον ἐκ τῶνδε ἐγχεῖν τῇ ὑστέρῃ· διαχρίειν δὲ καὶ τὴν ἕδρην φυσέων ἀγωγοῖσ · ἠδὲ ὑποκλύζειν μὴ δριμέσι , μαλθακοῖσι , γλίσχροισι , ὀλισθηροῖσι, ἐσ τὴν τῶν κοπρίων ἔξοδον μοῦνον, ὅκωσ ἡ χώρη τῆσ ὑστέρησ λαπαρὴ γίγνηται· ἀλθαίησ χυλῷ, ἢ τήλιοσ· μελίλωτον δὲ ἢ σάμψυχον ξὺν τῷ λίπαϊ ἑψείσθω · ἢν δὲ βίησ ἢ λαπάξιοσ ἡ ὑστέρη δέηται, χείρεσι μὲν πιέζειν τὸ ὑποχόνδριον γυναικὸσ εὐτόνου, ἢ ἀνδρὸσ εὐαφοῦσ, καὶ διαζῶσαι ταινίαισ σφίγγοντα, ὁκόταν διελάσῃ τὸν χῶρον, ὡσ μὴ αὖθισ ἄνω θέειν· πταρμοὺσ ποιέοντα ἐπιλαμβάνειν τὰσ Ῥῖνασ· τῷ γὰρ πταρμῷ καὶ τῇ ἐντάσι μετεξετέρῃσι ἡ ὑστέρη ἐσ χώρηνϊξε· ἐμφυσῆν δὲ ἐσ Ῥῖνασ οἱᾶ́ γε στρουθίου Ῥίζησ , ἢ πεπέρεοσ, ἢ τοῦ κάστοροσ· προσβάλλειν δὲ σικύασ κούφασ μηροῖσι, λαγόσι, ἰσχίοισι, βουβῶσι, ἕλκοντα τὴν ὑστέρην · προσβάλλειν δὲ καὶ πρὸσ Ῥάχιν, ἐσ τὸ μεσηγὺ τῶν ὠμοπλατέων, τῇ πνιγὶ ἀρήγοντα· ἢν δὲ ὲπὶ φλεγμονῇ πνίγηται, καὶ διασχάσαι τὴν ἐπὶ τῷ κτενὶ οἰχευμένην φλέβα καὶ ἀφαιρέειν συχνὸν αἷμα. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 317)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 317)

유의어

  1. leading

  2. guide

  3. drawing

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION