헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀγρυπνίᾱ

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀγρυπνίᾱ ἀγρυπνίας

형태분석: ἀγρυπνι (어간) + ᾱ (어미)

어원: a)grupne/w

  1. 불면, 밤샘
  2. 경계 시간
  1. sleeplessness, watchfulness
  2. a time of watching

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀγρυπνίᾱ

불면이

ἀγρυπνίᾱ

불면들이

ἀγρυπνίαι

불면들이

속격 ἀγρυπνίᾱς

불면의

ἀγρυπνίαιν

불면들의

ἀγρυπνιῶν

불면들의

여격 ἀγρυπνίᾱͅ

불면에게

ἀγρυπνίαιν

불면들에게

ἀγρυπνίαις

불면들에게

대격 ἀγρυπνίᾱν

불면을

ἀγρυπνίᾱ

불면들을

ἀγρυπνίᾱς

불면들을

호격 ἀγρυπνίᾱ

불면아

ἀγρυπνίᾱ

불면들아

ἀγρυπνίαι

불면들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἡμῖν μὲν τοῖσ τὴν κακοπάθειαν ἐπιδεδεγμένοισ τῆσ ἐπιτομῆσ οὐ ρᾴδιον, ἱδρῶτοσ δὲ καὶ ἀγρυπνίασ τὸ πρᾶγμα, (Septuagint, Liber Maccabees II 2:26)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 2:26)

  • μέριμνα ἀγρυπνίασ ἀπαιτήσει νυσταγμόν, καὶ ἀρρώστημα βαρὺ ἐκνήψει ὕπνοσ. (Septuagint, Liber Sirach 31:2)

    (70인역 성경, Liber Sirach 31:2)

  • ὕπνοσ ὑγιείασ ἐπὶ ἐντέρῳ μετρίῳ, ἀνέστη πρωί̈, καὶ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ μετ̓ αὐτοῦ. πόνοσ ἀγρυπνίασ καὶ χολέρασ καὶ στρόφοσ μετὰ ἀνδρὸσ ἀπλήστου. (Septuagint, Liber Sirach 31:20)

    (70인역 성경, Liber Sirach 31:20)

  • πολλῷ γάρ ἐστιν ἡ χαρὰ τῆσ κωμικῆσ ἐκείνησ ἀγρυπνίασ λαλίστερον, ἀναρριπίζουσα πολλάκισ ἑαυτὴν καὶ πρόσφατον ποιοῦσα τοῖσ διηγήμασιν. (Plutarch, De garrulitate, section 22 2:1)

    (플루타르코스, De garrulitate, section 22 2:1)

  • πολλῷ γάρ ἐστιν ἡ χαρὰ τῆσ κωμικῆσ ἐκείνησ ἀγρυπνίασ λαλίστερον, ἀναρριπίζουσα πολλάκισ ἑαυτὴν καὶ πρόσφατον ποιοῦσα τοῖσ διηγήμασιν. (Plutarch, De garrulitate, section 22 4:1)

    (플루타르코스, De garrulitate, section 22 4:1)

유의어

  1. 불면

  2. 경계 시간

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION