- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀφρός?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: aphros 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀφρός ἀφροῦ

형태분석: ἀφρ (어간) + ος (어미)

  1. 거품, 점액
  2. 거품, 점액
  1. foam, of the sea
  2. (of persons and animals) foam, slaver, froth

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀφρός

거품이

ἀφρώ

거품들이

ἀφροί

거품들이

속격 ἀφροῦ

거품의

ἀφροῖν

거품들의

ἀφρῶν

거품들의

여격 ἀφρῷ

거품에게

ἀφροῖν

거품들에게

ἀφροῖς

거품들에게

대격 ἀφρόν

거품을

ἀφρώ

거품들을

ἀφρούς

거품들을

호격 ἀφρέ

거품아

ἀφρώ

거품들아

ἀφροί

거품들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἱο῀ς δ ἐν βήσσῃς ὄρεος χαλεπὸς προϊδέσθαι κάπρος χαυλιόδων φρονέει θυμῷ μαχέσασθαι ἀνδράσι θηρευτῇς, θήγει δέ τε λευκὸν ὀδόντα δοχμωθείς, ἀφρὸς δὲ περὶ στόμα μαστιχόωντι λείβεται, ὄσσε δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐίκτον, ὀρθὰς δ ἐν λοφιῇ φρίσσει τρίχας ἀμφί τε δειρήν: (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 36:1)

    (헤시오도스, 헤라클레스의 방패, Book Sh. 36:1)

  • τὰς φυσαλλίδας λέγω, ἀφ ὧν συναγείρεται ὁ ἀφρός: (Lucian, Contemplantes, (no name) 19:3)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 19:3)

  • γέλωτα γοῦν οὐ μικρὸν παρέχουσι τοῖς θεωμένοις, ὁπόταν ὑπὸ τῆς τυχούσης αἰτίας ἐπιζέσῃ μὲν αὐτοῖς ἡ χολή, πελιδνοὶ δὲ τὴν χροιὰν βλέπωνται, ἰταμόν τι καὶ παράφορον δεδορκότες, καὶ ἀφροῦ, μᾶλλον δὲ ἰοῦ, μεστὸν αὐτοῖς ᾖ τὸ στόμα. (Lucian, Fugitivi, (no name) 19:8)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 19:8)

  • εἰσβαλὼν οὖν ὁ Ἀλέξανδρος μετὰ τοιαύτης τραγῳδίας διὰ πολλοῦ εἰς τὴν πατρίδα περίβλεπτός τε καὶ λαμπρὸς ἦν, μεμηνέναι προσποιούμενος ἐνίοτε καὶ ἀφροῦ ὑποπιμπλάμενος τὸ στόμα ῥᾳδίως δὲ τοῦτο ὑπῆρχεν αὐτῷ, στρουθίου τῆς βαφικῆς βοτάνης τὴν ῥίζαν διαμασησαμένῳ τοῖς δὲ θεῖόν τι καὶ φοβερὸν ἐδόκει καὶ ὁ ἀφρός. (Lucian, Alexander, (no name) 12:1)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 12:1)

  • μήδεα δ ὡς τὸ πρῶτον ἀποτμήξας ἀδάμαντι κάββαλ ἀπ ἠπείροιο πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ, ὣς φέρετ ἂμ πέλαγος πουλὺν χρόνον, ἀμφὶ δὲ λευκὸς ἀφρὸς ἀπ ἀθανάτου χροὸς ὤρνυτο: (Hesiod, Theogony, Book Th. 22:6)

    (헤시오도스, 신들의 계보, Book Th. 22:6)

  • πολὺς δ ἀμφὶ τὰς γένυας ἀφρὸς ἤνσει , πολὺς δ ἁμᾷ καττῶν σκελῶν ἀφρὸς ἱέτο. (Aristophanes, Lysistrata, Lyric-Scene, lyric2)

    (아리스토파네스, Lysistrata, Lyric-Scene, lyric2)

유의어

  1. 거품

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION