헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀφαίρεσις

3군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀφαίρεσις

형태분석: ἀφαιρεσι (어간) + ς (어미)

어원: From a)faire/w

  1. a taking away, carrying off

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀπὸ ἀφαιρέσεωσ μερίδοσ καὶ δόσεωσ καὶ ἀπὸ κατανοήσεωσ γυναικὸσ ὑπάνδρου, (Septuagint, Liber Sirach 41:23)

    (70인역 성경, Liber Sirach 41:23)

  • οὔτε γὰρ ἐν ταῖσ ἐκκλησίαισ χρήσιμόν ἐστι τοῦτο τὸ γένοσ τῆσ φράσεωσ, ἐν αἷσ ὑπὲρ εἰρήνησ καὶ πολέμου καὶ νόμων εἰσφορᾶσ καὶ πολιτειῶν κόσμου καὶ τῶν ἄλλων τῶν κοινῶν καὶ μεγάλων αἱ πόλεισ βουλευσόμεναι συνέρχονται, οὔτ’ ἐν τοῖσ δικαστηρίοισ, ἔνθα περὶ θανάτου καὶ φυγῆσ καὶ ἀτιμίασ καὶ δεσμῶν καὶ χρημάτων ἀφαιρέσεωσ οἱ λόγοι πρὸσ τοὺσ ἀνειληφότασ τὴν ὑπὲρ τούτων ἐξουσίαν λέγονται αἳ λυποῦσι τὸν πολιτικὸν ὄχλον οὐκ ὄντα τῶν τοιούτων ἀκουσμάτων ἐν ἔθει, οὔτ’ ἐν ταῖσ ἰδιωτικαῖσ ὁμιλίαισ, ἐν αἷσ περὶ τῶν βιωτικῶν διαλεγόμεθα πολίταισ ἢ φίλοισ ἢ συγγενέσιν διηγούμενοί τι τῶν συμβεβηκότων ἑαυτοῖσ ἢ συμβουλευόμενοι περί τινοσ τῶν ἀναγκαίων, ἢ νουθετοῦντεσ ἢ παρακαλοῦντεσ ἢ συνηδόμενοι τοῖσ ἀγαθοῖσ ἢ συναλγοῦντεσ τοῖσ κακοῖσ· (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 493)

    (디오니시오스, , chapter 493)

  • τρίτον δ’ εἴ τι δεῖται μετασκευῆσ τῶν λαμβανομένων, ἀφαιρέσεωσ λέγω καὶ προσθήκησ καὶ ἀλλοιώσεωσ, γνῶναί τε καὶ πρὸσ τὴν μέλλουσαν χρείαν οἰκείωσ ἐξεργάσασθαι. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 64)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 64)

  • τῆσ ἀφαιρέσεωσ δὲ τίσ; (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 911)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 911)

  • ἔτι τῶν εἰδῶν νόησιν ἐξ ἀφαιρέσεωσ καὶ περικοπῆσ σώματοσ ἐπάγει, τῇ τῶν μαθημάτων τάξει καταβιβάζων ἀπὸ τῆσ ἀριθμητικῆσ ἐπὶ γεωμετρίαν, εἶτα μετὰ ταύτην ἐπ’ ἀστρολογίαν, ἐπὶ πάσαισ δὲ τὴν ἁρμονικὴν τιθείσ· (Plutarch, Platonicae quaestiones, chapter 3, section 1 6:1)

    (플루타르코스, Platonicae quaestiones, chapter 3, section 1 6:1)

유의어

  1. a taking away

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION