- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

Θεσσαλός?

2군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: Thessalos 고전 발음: [테살로] 신약 발음: [태살로]

기본형: Θεσσαλός Θεσσαλοῦ

형태분석: Θεσσαλ (어간) + ος (어미)

  1. an inhabitant of Thessaly; a Thessalian

곡용 정보

2군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἱ δὲ Ἀθηναῖοι τὸ μὲν βουλόμενον οὐκ ἀφῃρέθησαν ὑπὸ τοῦ ὀχλώδους τῆς παρασκευῆς, καὶ ἐν οἷς περὶ τῶν Θεσσαλῶν εἴρηκεν: (Dionysius of Halicarnassus, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 103)

    (디오니시오스, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 103)

  • ὥστε εἰ μὴ δυναστείᾳ μᾶλλον ἢ ἰσονομίᾳ ἐχρῶντο τῷ ἐπιχωρίῳ οἱ Θεσσαλοί: (Dionysius of Halicarnassus, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 104)

    (디오니시오스, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 104)

  • ὥστε εἰ μὴ δυναστείᾳ μᾶλλον ἢ ἰσονομίᾳ ἐχρῶντο τῇ ἐπιχωρίῳ οἱ Θεσσαλοί. (Dionysius of Halicarnassus, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 107)

    (디오니시오스, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 107)

  • οὗτοι γὰρ ἐλαύνεσθαι μὲν τὰ πρῶτα οὐκ ἀγαθοί, ἀλλὰ κἂν πάνυ καταφρονήσειας ἰδὼν παραβάλλοντας ἵππῳ Θεσσαλῷ ἢ Σικελῷ ἢ Πελοποννησίῳ: (Arrian, Cynegeticus, chapter 23 2:2)

    (아리아노스, Cynegeticus, chapter 23 2:2)

  • Θεσσαλὸς ἢ παραλίαν Λοκρῶν νεμόμενος πόλιν· (Euripides, Rhesus, choral, strophe 15)

    (에우리피데스, Rhesus, choral, strophe 15)

  • τῇ μὲν δὴ ῥομβοειδεῖ τάξει τὸ πολὺ Θεσσαλοὶ ἐχρήσαντο, καὶ Ιἄσων, ὡς λόγος, ὁ Θεσσαλὸς τὸ σχῆμα τοῦτο πρῶτος ἐξεῦρεν, ἐμοὶ δὲ δοκεῖν, προεξευρημένῳ πολλῷ χρησάμενος ἀπ᾿ αὐτοῦ ηὐδοκίμησεν. (Arrian, chapter 16 4:1)

    (아리아노스, chapter 16 4:1)

  • καὶ τὰς μὲν Ἀρκάς, τὰς δὲ Θεσσαλὸς λεὼς εἴληχ Ἀθηναίων τε Θησεῖδαι πρόμοι. (Euripides, The Trojan Women, episode 1:13)

    (에우리피데스, The Trojan Women, episode 1:13)

  • "ὑπεκρίθησαν δὲ τραγῳδοὶ μὲν Θεσσαλὸς καὶ Ἀθηνόδωρος καὶ Ἀριστόκριτος, κωμῳδοὶ δὲ Λύκων καὶ Φορμίων καὶ Ἀρίστων, παρῆν δὲ καὶ Φασίμηλος ὁ ψάλτης. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 5416)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 5416)

  • "Θεσσαλὸς Κίμωνος Λακιάδης Ἀλκιβιάδην Κλεινίου Σκαμβωνίδην εἰσήγγειλεν ἀδικεῖν περὶ τὼ θεώ, τὴν Δήμητραν καὶ τὴν Κόρην, ἀπομιμούμενον τὰ μυστήρια καὶ δεικνύοντα τοῖς αὑτοῦ ἑταίροις ἐν τῇ οἰκίᾳ τῇ ἑαυτοῦ, ἔχοντα στολὴν οἱάνπερ ὁ ἱεροφάντης ἔχων δεικνύει τὰ ἱερά, καὶ ὀνομάζοντα αὑτὸν μὲν ἱεροφάντην, Πουλυτίωνα δὲ δᾳδοῦχον, κήρυκα δὲ Θεόδωρον Φηγαιᾶ, τοὺς δ ἄλλους ἑταίρους μύστας προσαγορεύοντα καὶ ἐπόπτας παρὰ τὰ νόμιμα καὶ τὰ καθεστηκότα ὑπό τε Εὐμολπιδῶν καὶ Κηρύκων καὶ τῶν ἱερέων τῶν ἐξ Ἐλευσῖνος. (Plutarch, , chapter 22 3:2)

    (플루타르코스, , chapter 22 3:2)

유의어

  1. an inhabitant of Thessaly

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION