- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

Ἰταλός?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: Italos 고전 발음: [이딸로] 신약 발음: [이딸로]

기본형: Ἰταλός Ἰταλοῦ

형태분석: Ἰταλ (어간) + ος (어미)

  1. 이탈리아어
  1. an inhabitant of Italy; an Italic person; an Italian

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 Ἰταλός

이탈리아어가

Ἰταλώ

이탈리아어들이

Ἰταλοί

이탈리아어들이

속격 Ἰταλοῦ

이탈리아어의

Ἰταλοῖν

이탈리아어들의

Ἰταλῶν

이탈리아어들의

여격 Ἰταλῷ

이탈리아어에게

Ἰταλοῖν

이탈리아어들에게

Ἰταλοῖς

이탈리아어들에게

대격 Ἰταλόν

이탈리아어를

Ἰταλώ

이탈리아어들을

Ἰταλούς

이탈리아어들을

호격 Ἰταλέ

이탈리아어야

Ἰταλώ

이탈리아어들아

Ἰταλοί

이탈리아어들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πεζοὶ δὲ ἐπὶ τούτοις τετάχθων, τὰ σημεῖα ἀνατεταμένα πρὸ σφῶν ἔχοντες, οἵ τε Ἰταλοὶ καὶ Κυρηναίων οἱ παρόντες. (Arrian, Acies Contra Alanos 5:1)

    (아리아노스, Acies Contra Alanos 5:1)

  • πάντων δὲ ἡγείσθω Πούλχερ, ὅσπερ ἄρχει τοῖς Ἰταλοῖς. (Arrian, Acies Contra Alanos 5:2)

    (아리아노스, Acies Contra Alanos 5:2)

  • τὰς πλευρὰς δὲ τοῦ πεζικοῦ κοσμούντων μὲν ἑκατόνταρχοι καὶ οἱ ἐπὶ τῷδε τεταγμένοι, φυλακῆς δὲ ἕνεκα ἴλη ἡ Ἀλλακτικὴ παριππευέτω ἐπὶ ἕνα στοῖχον ἑκατέρωθεν τεταγμένη, καὶ οἱ τῶν Ἰταλῶν ἱππῆς. (Arrian, Acies Contra Alanos 13:1)

    (아리아노스, Acies Contra Alanos 13:1)

  • ὡς γὰρ δὴ ἐκράτησε τῶν Ἰταλῶν, ἐῶ λέγειν ὅτι οὐκ ἰσχύι, ἀλλὰ πονηρίᾳ καὶ ἀπιστίᾳ καὶ δόλοις, νόμιμον δὲ ἢ προφανὲς οὐδέν. (Lucian, Dialogi mortuorum, 14:2)

    (루키아노스, Dialogi mortuorum, 14:2)

  • διασωθεὶς δ εἰς τὴν Δικαιάρχειαν, ἣν Ποτιόλους Ἰταλοὶ καλοῦσιν, διὰ φιλίας ἀφικόμην Ἁλιτύρῳ, μιμολόγος δ ἦν οὗτος μάλιστα τῷ Νέρωνι καταθύμιος Ιοὐδαῖος τὸ γένος, καὶ δι αὐτοῦ Ποππαίᾳ τῇ τοῦ Καίσαρος γυναικὶ γνωσθεὶς προνοῶ ὡς τάχιστα παρακαλέσας αὐτὴν τοὺς ἱερεῖς λυθῆναι. (Flavius Josephus, 19:1)

    (플라비우스 요세푸스, 19:1)

  • ἔτι ταῦτα προσδιαλεγομένων ὁ Ἰταλὸς διαλαβὼν τὸ δόρυ καὶ συστρέψας τὸν ἵππον ὡρ´μησεν ἐπὶ τὸν Πύρρον. (Plutarch, chapter 16 9:3)

    (플루타르코스, chapter 16 9:3)

  • ἔπειτα διεξελθὼν ὃν τρόπον ἐπολιτεύοντο, καὶ ὡς βασιλεὺς ἐν αὐτοῖς Ἰταλὸς ἀνὰ χρόνον ἐγένετο, ἀφ οὗ μετωνομάσθησαν Ἰταλοί, τούτου δὲ τὴν ἀρχὴν Μόργης διεδέξατο, ἀφ οὗ Μόργητες ἐκλήθησαν, καὶ ὡς Σικελὸς ἐπιξενωθεὶς Μόργητι ἰδίαν πράττων ἀρχὴν διέστησε τὸ ἔθνος, ἐπιφέρει ταυτί: (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 12 5:4)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 12 5:4)

  • ἑ᾿πεὶ δὲ Ἰταλὸς κατεγήρα, Μόργης ἐβασίλευσεν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 73 7:3)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 73 7:3)

관련어

명사

형용사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION