헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προαιρέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προαιρέω προαιρήσω προεῖλον προῄρηκα

형태분석: προ (접두사) + αἱρέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 낳다, 가져오다, 생산하다
  2. 선호하다, 좋아하다, 더 좋아하다
  3. 선호하다, 좋아하다, 더 좋아하다
  1. to bring forth, produce from one's stores
  2. to take away first
  3. to take away first for oneself, remove out of one's way
  4. to choose before or sooner than, prefer
  5. to prefer, to purpose or propose

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προαίρω

(나는) 낳는다

προαίρεις

(너는) 낳는다

προαίρει

(그는) 낳는다

쌍수 προαίρειτον

(너희 둘은) 낳는다

προαίρειτον

(그 둘은) 낳는다

복수 προαίρουμεν

(우리는) 낳는다

προαίρειτε

(너희는) 낳는다

προαίρουσιν*

(그들은) 낳는다

접속법단수 προαίρω

(나는) 낳자

προαίρῃς

(너는) 낳자

προαίρῃ

(그는) 낳자

쌍수 προαίρητον

(너희 둘은) 낳자

προαίρητον

(그 둘은) 낳자

복수 προαίρωμεν

(우리는) 낳자

προαίρητε

(너희는) 낳자

προαίρωσιν*

(그들은) 낳자

기원법단수 προαίροιμι

(나는) 낳기를 (바라다)

προαίροις

(너는) 낳기를 (바라다)

προαίροι

(그는) 낳기를 (바라다)

쌍수 προαίροιτον

(너희 둘은) 낳기를 (바라다)

προαιροίτην

(그 둘은) 낳기를 (바라다)

복수 προαίροιμεν

(우리는) 낳기를 (바라다)

προαίροιτε

(너희는) 낳기를 (바라다)

προαίροιεν

(그들은) 낳기를 (바라다)

명령법단수 προαῖρει

(너는) 낳아라

προαιρεῖτω

(그는) 낳아라

쌍수 προαίρειτον

(너희 둘은) 낳아라

προαιρεῖτων

(그 둘은) 낳아라

복수 προαίρειτε

(너희는) 낳아라

προαιροῦντων, προαιρεῖτωσαν

(그들은) 낳아라

부정사 προαίρειν

낳는 것

분사 남성여성중성
προαιρων

προαιρουντος

προαιρουσα

προαιρουσης

προαιρουν

προαιρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προαίρουμαι

(나는) 태어난다

προαίρει, προαίρῃ

(너는) 태어난다

προαίρειται

(그는) 태어난다

쌍수 προαίρεισθον

(너희 둘은) 태어난다

προαίρεισθον

(그 둘은) 태어난다

복수 προαιροῦμεθα

(우리는) 태어난다

προαίρεισθε

(너희는) 태어난다

προαίρουνται

(그들은) 태어난다

접속법단수 προαίρωμαι

(나는) 태어나자

προαίρῃ

(너는) 태어나자

προαίρηται

(그는) 태어나자

쌍수 προαίρησθον

(너희 둘은) 태어나자

προαίρησθον

(그 둘은) 태어나자

복수 προαιρώμεθα

(우리는) 태어나자

προαίρησθε

(너희는) 태어나자

προαίρωνται

(그들은) 태어나자

기원법단수 προαιροίμην

(나는) 태어나기를 (바라다)

προαίροιο

(너는) 태어나기를 (바라다)

προαίροιτο

(그는) 태어나기를 (바라다)

쌍수 προαίροισθον

(너희 둘은) 태어나기를 (바라다)

προαιροίσθην

(그 둘은) 태어나기를 (바라다)

복수 προαιροίμεθα

(우리는) 태어나기를 (바라다)

προαίροισθε

(너희는) 태어나기를 (바라다)

προαίροιντο

(그들은) 태어나기를 (바라다)

명령법단수 προαίρου

(너는) 태어나라

προαιρεῖσθω

(그는) 태어나라

쌍수 προαίρεισθον

(너희 둘은) 태어나라

προαιρεῖσθων

(그 둘은) 태어나라

복수 προαίρεισθε

(너희는) 태어나라

προαιρεῖσθων, προαιρεῖσθωσαν

(그들은) 태어나라

부정사 προαίρεισθαι

태어나는 것

분사 남성여성중성
προαιρουμενος

προαιρουμενου

προαιρουμενη

προαιρουμενης

προαιρουμενον

προαιρουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προαιρήσω

(나는) 낳겠다

προαιρήσεις

(너는) 낳겠다

προαιρήσει

(그는) 낳겠다

쌍수 προαιρήσετον

(너희 둘은) 낳겠다

προαιρήσετον

(그 둘은) 낳겠다

복수 προαιρήσομεν

(우리는) 낳겠다

προαιρήσετε

(너희는) 낳겠다

προαιρήσουσιν*

(그들은) 낳겠다

기원법단수 προαιρήσοιμι

(나는) 낳겠기를 (바라다)

προαιρήσοις

(너는) 낳겠기를 (바라다)

προαιρήσοι

(그는) 낳겠기를 (바라다)

쌍수 προαιρήσοιτον

(너희 둘은) 낳겠기를 (바라다)

προαιρησοίτην

(그 둘은) 낳겠기를 (바라다)

복수 προαιρήσοιμεν

(우리는) 낳겠기를 (바라다)

προαιρήσοιτε

(너희는) 낳겠기를 (바라다)

προαιρήσοιεν

(그들은) 낳겠기를 (바라다)

부정사 προαιρήσειν

낳을 것

분사 남성여성중성
προαιρησων

προαιρησοντος

προαιρησουσα

προαιρησουσης

προαιρησον

προαιρησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προαιρήσομαι

(나는) 태어나겠다

προαιρήσει, προαιρήσῃ

(너는) 태어나겠다

προαιρήσεται

(그는) 태어나겠다

쌍수 προαιρήσεσθον

(너희 둘은) 태어나겠다

προαιρήσεσθον

(그 둘은) 태어나겠다

복수 προαιρησόμεθα

(우리는) 태어나겠다

προαιρήσεσθε

(너희는) 태어나겠다

προαιρήσονται

(그들은) 태어나겠다

기원법단수 προαιρησοίμην

(나는) 태어나겠기를 (바라다)

προαιρήσοιο

(너는) 태어나겠기를 (바라다)

προαιρήσοιτο

(그는) 태어나겠기를 (바라다)

쌍수 προαιρήσοισθον

(너희 둘은) 태어나겠기를 (바라다)

προαιρησοίσθην

(그 둘은) 태어나겠기를 (바라다)

복수 προαιρησοίμεθα

(우리는) 태어나겠기를 (바라다)

προαιρήσοισθε

(너희는) 태어나겠기를 (바라다)

προαιρήσοιντο

(그들은) 태어나겠기를 (바라다)

부정사 προαιρήσεσθαι

태어날 것

분사 남성여성중성
προαιρησομενος

προαιρησομενου

προαιρησομενη

προαιρησομενης

προαιρησομενον

προαιρησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προῇρουν

(나는) 낳고 있었다

προῇρεις

(너는) 낳고 있었다

προῇρειν*

(그는) 낳고 있었다

쌍수 προῄρειτον

(너희 둘은) 낳고 있었다

προῃρεῖτην

(그 둘은) 낳고 있었다

복수 προῄρουμεν

(우리는) 낳고 있었다

προῄρειτε

(너희는) 낳고 있었다

προῇρουν

(그들은) 낳고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προῃροῦμην

(나는) 태어나고 있었다

προῄρου

(너는) 태어나고 있었다

προῄρειτο

(그는) 태어나고 있었다

쌍수 προῄρεισθον

(너희 둘은) 태어나고 있었다

προῃρεῖσθην

(그 둘은) 태어나고 있었다

복수 προῃροῦμεθα

(우리는) 태어나고 있었다

προῄρεισθε

(너희는) 태어나고 있었다

προῄρουντο

(그들은) 태어나고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πρόηἱλον

(나는) 낳았다

πρόηἱλες

(너는) 낳았다

πρόηἱλεν*

(그는) 낳았다

쌍수 προῆἱλετον

(너희 둘은) 낳았다

προήἱλετην

(그 둘은) 낳았다

복수 προῆἱλομεν

(우리는) 낳았다

προῆἱλετε

(너희는) 낳았다

πρόηἱλον

(그들은) 낳았다

명령법단수 προείλε

(너는) 낳았어라

προειλέτω

(그는) 낳았어라

쌍수 προείλετον

(너희 둘은) 낳았어라

προειλέτων

(그 둘은) 낳았어라

복수 προείλετε

(너희는) 낳았어라

προειλόντων

(그들은) 낳았어라

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἱ δὲ Θεστίου παῖδεσ, ἀδοξοῦντεσ εἰ παρόντων ἀνδρῶν γυνὴ τὰ ἀριστεῖα λήψεται, τὸ δέρασ αὐτῆσ ἀφείλοντο, κατὰ γένοσ αὑτοῖσ προσήκειν λέγοντεσ, εἰ Μελέαγροσ λαμβάνειν μὴ προαιροῖτο. (Apollodorus, Library and Epitome, book 1, chapter 8 2:16)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book 1, chapter 8 2:16)

  • τί οὖν ἄν τισ ἡμῶν τίνα προαιροῖτο; (Plato, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 135:3)

    (플라톤, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 135:3)

  • καὶ μὴν εἴ γε τὴν ἐμὴν τύχην πάντωσ ἐξετάζειν, Αἰσχίνη, προαιρεῖ, πρὸσ τὴν σεαυτοῦ σκόπει, κἂν εὑρ́ῃσ τὴν ἐμὴν βελτίω τῆσ σῆσ, παῦσαι λοιδορούμενοσ αὐτῇ. (Demosthenes, Speeches 11-20, 367:1)

    (데모스테네스, Speeches 11-20, 367:1)

  • οὐ μόνον γὰρ στρατηγὸσ ὢν κύριοσ τῆσ δυνάμεωσ ἦν, ἀλλὰ καὶ προσαγγελθέντοσ ὅτι τινὲσ τῶν ἀποστατῶν ἐν τῇ μεσογείῳ πρὸσ Ἐρβίτῃ συνάγουσι δύναμιν, ἐξουσίαν ἔλαβεν ἀνυπόπτωσ καταγράφειν οὓσ προαιροῖτο στρατιώτασ. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 19, chapter 6 1:2)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 19, chapter 6 1:2)

  • ἔδωκε δὲ τοῖσ πολίταισ καὶ τὴν ἐξουσίαν ἐν ὁποίᾳ τισ βούλεται φυλῇ τάττεσθαι καὶ ὅποι προαιροῖτο τιμήσασθαι. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 20, chapter 36 4:1)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 20, chapter 36 4:1)

유의어

  1. 낳다

  2. to take away first

  3. to take away first for oneself

  4. 선호하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION