헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γεννάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: γεννάω γεννήσω ἐγέννησα γεγέννηκα γεγέννημαι ἐγεννήθην

형태분석: γεννά (어간) + ω (인칭어미)

  1. 낳다, 출산하다
  2. 생산하다, 만들다, 생성하다
  1. I beget, give birth to
  2. I bring forth, produce, generate

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 γεννῶ

(나는) 낳는다

γεννᾷς

(너는) 낳는다

γεννᾷ

(그는) 낳는다

쌍수 γεννᾶτον

(너희 둘은) 낳는다

γεννᾶτον

(그 둘은) 낳는다

복수 γεννῶμεν

(우리는) 낳는다

γεννᾶτε

(너희는) 낳는다

γεννῶσιν*

(그들은) 낳는다

접속법단수 γεννῶ

(나는) 낳자

γεννῇς

(너는) 낳자

γεννῇ

(그는) 낳자

쌍수 γεννῆτον

(너희 둘은) 낳자

γεννῆτον

(그 둘은) 낳자

복수 γεννῶμεν

(우리는) 낳자

γεννῆτε

(너희는) 낳자

γεννῶσιν*

(그들은) 낳자

기원법단수 γεννῷμι

(나는) 낳기를 (바라다)

γεννῷς

(너는) 낳기를 (바라다)

γεννῷ

(그는) 낳기를 (바라다)

쌍수 γεννῷτον

(너희 둘은) 낳기를 (바라다)

γεννῴτην

(그 둘은) 낳기를 (바라다)

복수 γεννῷμεν

(우리는) 낳기를 (바라다)

γεννῷτε

(너희는) 낳기를 (바라다)

γεννῷεν

(그들은) 낳기를 (바라다)

명령법단수 γέννᾱ

(너는) 낳아라

γεννᾱ́τω

(그는) 낳아라

쌍수 γεννᾶτον

(너희 둘은) 낳아라

γεννᾱ́των

(그 둘은) 낳아라

복수 γεννᾶτε

(너희는) 낳아라

γεννώντων, γεννᾱ́τωσαν

(그들은) 낳아라

부정사 γεννᾶν

낳는 것

분사 남성여성중성
γεννων

γεννωντος

γεννωσα

γεννωσης

γεννων

γεννωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 γεννῶμαι

(나는) 태어난다

γεννᾷ

(너는) 태어난다

γεννᾶται

(그는) 태어난다

쌍수 γεννᾶσθον

(너희 둘은) 태어난다

γεννᾶσθον

(그 둘은) 태어난다

복수 γεννώμεθα

(우리는) 태어난다

γεννᾶσθε

(너희는) 태어난다

γεννῶνται

(그들은) 태어난다

접속법단수 γεννῶμαι

(나는) 태어나자

γεννῇ

(너는) 태어나자

γεννῆται

(그는) 태어나자

쌍수 γεννῆσθον

(너희 둘은) 태어나자

γεννῆσθον

(그 둘은) 태어나자

복수 γεννώμεθα

(우리는) 태어나자

γεννῆσθε

(너희는) 태어나자

γεννῶνται

(그들은) 태어나자

기원법단수 γεννῴμην

(나는) 태어나기를 (바라다)

γεννῷο

(너는) 태어나기를 (바라다)

γεννῷτο

(그는) 태어나기를 (바라다)

쌍수 γεννῷσθον

(너희 둘은) 태어나기를 (바라다)

γεννῴσθην

(그 둘은) 태어나기를 (바라다)

복수 γεννῴμεθα

(우리는) 태어나기를 (바라다)

γεννῷσθε

(너희는) 태어나기를 (바라다)

γεννῷντο

(그들은) 태어나기를 (바라다)

명령법단수 γεννῶ

(너는) 태어나라

γεννᾱ́σθω

(그는) 태어나라

쌍수 γεννᾶσθον

(너희 둘은) 태어나라

γεννᾱ́σθων

(그 둘은) 태어나라

복수 γεννᾶσθε

(너희는) 태어나라

γεννᾱ́σθων, γεννᾱ́σθωσαν

(그들은) 태어나라

부정사 γεννᾶσθαι

태어나는 것

분사 남성여성중성
γεννωμενος

γεννωμενου

γεννωμενη

γεννωμενης

γεννωμενον

γεννωμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 γεννήσω

(나는) 낳겠다

γεννήσεις

(너는) 낳겠다

γεννήσει

(그는) 낳겠다

쌍수 γεννήσετον

(너희 둘은) 낳겠다

γεννήσετον

(그 둘은) 낳겠다

복수 γεννήσομεν

(우리는) 낳겠다

γεννήσετε

(너희는) 낳겠다

γεννήσουσιν*

(그들은) 낳겠다

기원법단수 γεννήσοιμι

(나는) 낳겠기를 (바라다)

γεννήσοις

(너는) 낳겠기를 (바라다)

γεννήσοι

(그는) 낳겠기를 (바라다)

쌍수 γεννήσοιτον

(너희 둘은) 낳겠기를 (바라다)

γεννησοίτην

(그 둘은) 낳겠기를 (바라다)

복수 γεννήσοιμεν

(우리는) 낳겠기를 (바라다)

γεννήσοιτε

(너희는) 낳겠기를 (바라다)

γεννήσοιεν

(그들은) 낳겠기를 (바라다)

부정사 γεννήσειν

낳을 것

분사 남성여성중성
γεννησων

γεννησοντος

γεννησουσα

γεννησουσης

γεννησον

γεννησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 γεννήσομαι

(나는) 태어나겠다

γεννήσει, γεννήσῃ

(너는) 태어나겠다

γεννήσεται

(그는) 태어나겠다

쌍수 γεννήσεσθον

(너희 둘은) 태어나겠다

γεννήσεσθον

(그 둘은) 태어나겠다

복수 γεννησόμεθα

(우리는) 태어나겠다

γεννήσεσθε

(너희는) 태어나겠다

γεννήσονται

(그들은) 태어나겠다

기원법단수 γεννησοίμην

(나는) 태어나겠기를 (바라다)

γεννήσοιο

(너는) 태어나겠기를 (바라다)

γεννήσοιτο

(그는) 태어나겠기를 (바라다)

쌍수 γεννήσοισθον

(너희 둘은) 태어나겠기를 (바라다)

γεννησοίσθην

(그 둘은) 태어나겠기를 (바라다)

복수 γεννησοίμεθα

(우리는) 태어나겠기를 (바라다)

γεννήσοισθε

(너희는) 태어나겠기를 (바라다)

γεννήσοιντο

(그들은) 태어나겠기를 (바라다)

부정사 γεννήσεσθαι

태어날 것

분사 남성여성중성
γεννησομενος

γεννησομενου

γεννησομενη

γεννησομενης

γεννησομενον

γεννησομενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 γεννηθήσομαι

(나는) 태어나겠다

γεννηθήσῃ

(너는) 태어나겠다

γεννηθήσεται

(그는) 태어나겠다

쌍수 γεννηθήσεσθον

(너희 둘은) 태어나겠다

γεννηθήσεσθον

(그 둘은) 태어나겠다

복수 γεννηθησόμεθα

(우리는) 태어나겠다

γεννηθήσεσθε

(너희는) 태어나겠다

γεννηθήσονται

(그들은) 태어나겠다

기원법단수 γεννηθησοίμην

(나는) 태어나겠기를 (바라다)

γεννηθήσοιο

(너는) 태어나겠기를 (바라다)

γεννηθήσοιτο

(그는) 태어나겠기를 (바라다)

쌍수 γεννηθήσοισθον

(너희 둘은) 태어나겠기를 (바라다)

γεννηθησοίσθην

(그 둘은) 태어나겠기를 (바라다)

복수 γεννηθησοίμεθα

(우리는) 태어나겠기를 (바라다)

γεννηθήσοισθε

(너희는) 태어나겠기를 (바라다)

γεννηθήσοιντο

(그들은) 태어나겠기를 (바라다)

부정사 γεννηθήσεσθαι

태어날 것

분사 남성여성중성
γεννηθησομενος

γεννηθησομενου

γεννηθησομενη

γεννηθησομενης

γεννηθησομενον

γεννηθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγέννων

(나는) 낳고 있었다

ἐγέννᾱς

(너는) 낳고 있었다

ἐγέννᾱν*

(그는) 낳고 있었다

쌍수 ἐγεννᾶτον

(너희 둘은) 낳고 있었다

ἐγεννᾱ́την

(그 둘은) 낳고 있었다

복수 ἐγεννῶμεν

(우리는) 낳고 있었다

ἐγεννᾶτε

(너희는) 낳고 있었다

ἐγέννων

(그들은) 낳고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγεννώμην

(나는) 태어나고 있었다

ἐγεννῶ

(너는) 태어나고 있었다

ἐγεννᾶτο

(그는) 태어나고 있었다

쌍수 ἐγεννᾶσθον

(너희 둘은) 태어나고 있었다

ἐγεννᾱ́σθην

(그 둘은) 태어나고 있었다

복수 ἐγεννώμεθα

(우리는) 태어나고 있었다

ἐγεννᾶσθε

(너희는) 태어나고 있었다

ἐγεννῶντο

(그들은) 태어나고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγέννησα

(나는) 낳았다

ἐγέννησας

(너는) 낳았다

ἐγέννησεν*

(그는) 낳았다

쌍수 ἐγεννήσατον

(너희 둘은) 낳았다

ἐγεννησάτην

(그 둘은) 낳았다

복수 ἐγεννήσαμεν

(우리는) 낳았다

ἐγεννήσατε

(너희는) 낳았다

ἐγέννησαν

(그들은) 낳았다

접속법단수 γεννήσω

(나는) 낳았자

γεννήσῃς

(너는) 낳았자

γεννήσῃ

(그는) 낳았자

쌍수 γεννήσητον

(너희 둘은) 낳았자

γεννήσητον

(그 둘은) 낳았자

복수 γεννήσωμεν

(우리는) 낳았자

γεννήσητε

(너희는) 낳았자

γεννήσωσιν*

(그들은) 낳았자

기원법단수 γεννήσαιμι

(나는) 낳았기를 (바라다)

γεννήσαις

(너는) 낳았기를 (바라다)

γεννήσαι

(그는) 낳았기를 (바라다)

쌍수 γεννήσαιτον

(너희 둘은) 낳았기를 (바라다)

γεννησαίτην

(그 둘은) 낳았기를 (바라다)

복수 γεννήσαιμεν

(우리는) 낳았기를 (바라다)

γεννήσαιτε

(너희는) 낳았기를 (바라다)

γεννήσαιεν

(그들은) 낳았기를 (바라다)

명령법단수 γέννησον

(너는) 낳았어라

γεννησάτω

(그는) 낳았어라

쌍수 γεννήσατον

(너희 둘은) 낳았어라

γεννησάτων

(그 둘은) 낳았어라

복수 γεννήσατε

(너희는) 낳았어라

γεννησάντων

(그들은) 낳았어라

부정사 γεννήσαι

낳았는 것

분사 남성여성중성
γεννησᾱς

γεννησαντος

γεννησᾱσα

γεννησᾱσης

γεννησαν

γεννησαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγεννησάμην

(나는) 태어났다

ἐγεννήσω

(너는) 태어났다

ἐγεννήσατο

(그는) 태어났다

쌍수 ἐγεννήσασθον

(너희 둘은) 태어났다

ἐγεννησάσθην

(그 둘은) 태어났다

복수 ἐγεννησάμεθα

(우리는) 태어났다

ἐγεννήσασθε

(너희는) 태어났다

ἐγεννήσαντο

(그들은) 태어났다

접속법단수 γεννήσωμαι

(나는) 태어났자

γεννήσῃ

(너는) 태어났자

γεννήσηται

(그는) 태어났자

쌍수 γεννήσησθον

(너희 둘은) 태어났자

γεννήσησθον

(그 둘은) 태어났자

복수 γεννησώμεθα

(우리는) 태어났자

γεννήσησθε

(너희는) 태어났자

γεννήσωνται

(그들은) 태어났자

기원법단수 γεννησαίμην

(나는) 태어났기를 (바라다)

γεννήσαιο

(너는) 태어났기를 (바라다)

γεννήσαιτο

(그는) 태어났기를 (바라다)

쌍수 γεννήσαισθον

(너희 둘은) 태어났기를 (바라다)

γεννησαίσθην

(그 둘은) 태어났기를 (바라다)

복수 γεννησαίμεθα

(우리는) 태어났기를 (바라다)

γεννήσαισθε

(너희는) 태어났기를 (바라다)

γεννήσαιντο

(그들은) 태어났기를 (바라다)

명령법단수 γέννησαι

(너는) 태어났어라

γεννησάσθω

(그는) 태어났어라

쌍수 γεννήσασθον

(너희 둘은) 태어났어라

γεννησάσθων

(그 둘은) 태어났어라

복수 γεννήσασθε

(너희는) 태어났어라

γεννησάσθων

(그들은) 태어났어라

부정사 γεννήσεσθαι

태어났는 것

분사 남성여성중성
γεννησαμενος

γεννησαμενου

γεννησαμενη

γεννησαμενης

γεννησαμενον

γεννησαμενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγεννήθην

(나는) 태어났다

ἐγεννήθης

(너는) 태어났다

ἐγεννήθη

(그는) 태어났다

쌍수 ἐγεννήθητον

(너희 둘은) 태어났다

ἐγεννηθήτην

(그 둘은) 태어났다

복수 ἐγεννήθημεν

(우리는) 태어났다

ἐγεννήθητε

(너희는) 태어났다

ἐγεννήθησαν

(그들은) 태어났다

접속법단수 γεννήθω

(나는) 태어났자

γεννήθῃς

(너는) 태어났자

γεννήθῃ

(그는) 태어났자

쌍수 γεννήθητον

(너희 둘은) 태어났자

γεννήθητον

(그 둘은) 태어났자

복수 γεννήθωμεν

(우리는) 태어났자

γεννήθητε

(너희는) 태어났자

γεννήθωσιν*

(그들은) 태어났자

기원법단수 γεννηθείην

(나는) 태어났기를 (바라다)

γεννηθείης

(너는) 태어났기를 (바라다)

γεννηθείη

(그는) 태어났기를 (바라다)

쌍수 γεννηθείητον

(너희 둘은) 태어났기를 (바라다)

γεννηθειήτην

(그 둘은) 태어났기를 (바라다)

복수 γεννηθείημεν

(우리는) 태어났기를 (바라다)

γεννηθείητε

(너희는) 태어났기를 (바라다)

γεννηθείησαν

(그들은) 태어났기를 (바라다)

명령법단수 γεννήθητι

(너는) 태어났어라

γεννηθήτω

(그는) 태어났어라

쌍수 γεννήθητον

(너희 둘은) 태어났어라

γεννηθήτων

(그 둘은) 태어났어라

복수 γεννήθητε

(너희는) 태어났어라

γεννηθέντων

(그들은) 태어났어라

부정사 γεννηθῆναι

태어났는 것

분사 남성여성중성
γεννηθεις

γεννηθεντος

γεννηθεισα

γεννηθεισης

γεννηθεν

γεννηθεντος

완료(Perfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 γεγέννηκα

(나는) 낳았다

γεγέννηκας

(너는) 낳았다

γεγέννηκεν*

(그는) 낳았다

쌍수 γεγεννήκατον

(너희 둘은) 낳았다

γεγεννήκατον

(그 둘은) 낳았다

복수 γεγεννήκαμεν

(우리는) 낳았다

γεγεννήκατε

(너희는) 낳았다

γεγεννήκᾱσιν*

(그들은) 낳았다

접속법단수 γεγεννήκω

(나는) 낳았자

γεγεννήκῃς

(너는) 낳았자

γεγεννήκῃ

(그는) 낳았자

쌍수 γεγεννήκητον

(너희 둘은) 낳았자

γεγεννήκητον

(그 둘은) 낳았자

복수 γεγεννήκωμεν

(우리는) 낳았자

γεγεννήκητε

(너희는) 낳았자

γεγεννήκωσιν*

(그들은) 낳았자

기원법단수 γεγεννήκοιμι

(나는) 낳았기를 (바라다)

γεγεννήκοις

(너는) 낳았기를 (바라다)

γεγεννήκοι

(그는) 낳았기를 (바라다)

쌍수 γεγεννήκοιτον

(너희 둘은) 낳았기를 (바라다)

γεγεννηκοίτην

(그 둘은) 낳았기를 (바라다)

복수 γεγεννήκοιμεν

(우리는) 낳았기를 (바라다)

γεγεννήκοιτε

(너희는) 낳았기를 (바라다)

γεγεννήκοιεν

(그들은) 낳았기를 (바라다)

명령법단수 γεγέννηκε

(너는) 낳았어라

γεγεννηκέτω

(그는) 낳았어라

쌍수 γεγεννήκετον

(너희 둘은) 낳았어라

γεγεννηκέτων

(그 둘은) 낳았어라

복수 γεγεννήκετε

(너희는) 낳았어라

γεγεννηκόντων

(그들은) 낳았어라

부정사 γεγεννηκέναι

낳았는 것

분사 남성여성중성
γεγεννηκως

γεγεννηκοντος

γεγεννηκυῑα

γεγεννηκυῑᾱς

γεγεννηκον

γεγεννηκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 γεγέννημαι

(나는) 태어났다

γεγέννησαι

(너는) 태어났다

γεγέννηται

(그는) 태어났다

쌍수 γεγέννησθον

(너희 둘은) 태어났다

γεγέννησθον

(그 둘은) 태어났다

복수 γεγεννήμεθα

(우리는) 태어났다

γεγέννησθε

(너희는) 태어났다

γεγέννηνται

(그들은) 태어났다

명령법단수 γεγέννησο

(너는) 태어났어라

γεγεννήσθω

(그는) 태어났어라

쌍수 γεγέννησθον

(너희 둘은) 태어났어라

γεγεννήσθων

(그 둘은) 태어났어라

복수 γεγέννησθε

(너희는) 태어났어라

γεγεννήσθων

(그들은) 태어났어라

부정사 γεγέννησθαι

태어났는 것

분사 남성여성중성
γεγεννημενος

γεγεννημενου

γεγεννημενη

γεγεννημενης

γεγεννημενον

γεγεννημενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὰ δέ ἔκγονα, ἃ ἐὰν γεννήσῃσ μετὰ ταῦτα, ἔσονται ἐπὶ τῷ ὀνόματι τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν. κληθήσονται ἐπὶ τοῖσ ἐκείνων κλήροισ. (Septuagint, Liber Genesis 48:6)

    (70인역 성경, 창세기 48:6)

  • Ἐὰν δὲ γεννήσῃσ υἱοὺσ καὶ υἱοὺσ τῶν υἱῶν σου καὶ χρονίσητε ἐπὶ τῆσ γῆσ καὶ ἀνομήσητε καὶ ποιήσητε γλυπτὸν ὁμοίωμα παντὸσ καὶ ποιήσητε τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν παροργίσαι αὐτόν, (Septuagint, Liber Deuteronomii 4:25)

    (70인역 성경, 신명기 4:25)

  • ἀλλὰ ἄνθρωποσ γεννᾶται κόπῳ, νεοσσοὶ δὲ γυπὸσ τὰ ὑψηλὰ πέτονται. (Septuagint, Liber Iob 5:7)

    (70인역 성경, 욥기 5:7)

  • γεννῶνται δὲ αὐτῷ υἱοὶ ἑπτὰ καὶ θυγατέρεσ τρεῖσ. (Septuagint, Liber Iob 42:13)

    (70인역 성경, 욥기 42:13)

  • γ λαβὼν δὲ γυναῖκα Ἀράβισσαν γεννᾷ υἱόν, ᾧ ὄνομα Ἐννών. ἦν δὲ αὐτὸσ πατρὸσ μὲν Ζαρὲ ἐκ τῶν Ἡσαῦ υἱῶν υἱόσ, μητρόσ δὲ Βοσόρρασ, ὥστε εἶναι αὐτὸν πέμπτον ἀπὸ Ἁβραάμ. (Septuagint, Liber Iob 42:20)

    (70인역 성경, 욥기 42:20)

유의어

  1. 낳다

  2. 생산하다

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION