헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δακτύλιος

2군 변화 명사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δακτύλιος

어원: da/ktulos

  1. 반지, 고리, 가락지
  1. a ring, seal-ring

예문

  • αὐτὴ δὲ ἀγομένη ἀπέστειλε πρὸσ τὸν πενθερὸν αὐτῆσ λέγουσα. ἐκ τοῦ ἀνθρώπου, οὗτινοσ ταῦτά ἐστιν, ἐγὼ ἐν γαστρὶ ἔχω. καὶ εἶπεν. ἐπίγνωθι, τίνοσ ὁ δακτύλιοσ καὶ ὁ ὁρμίσκοσ καὶ ἡ ράβδοσ αὕτη. (Septuagint, Liber Genesis 38:25)

    (70인역 성경, 창세기 38:25)

  • ἀτὰρ εἰπέ μοι καὶ τόδε, τί δή ποτε οὐχ εἷσ δακτύλιοσ ἅπαντα ταῦτα δύναταί σοι, ἀλλὰ τοσούτουσ περιημμένοσ βαδιῇ τὴν ἀριστερὰν πεφορτισμένοσ κατὰ δάκτυλον ἕνα; (Lucian, 77:4)

    (루키아노스, 77:4)

  • εἰ τυγχάνοι γ’ ὁ δακτύλιοσ ὢν τηλία. (Aristophanes, Plutus, Episode 1:29)

    (아리스토파네스, Plutus, Episode 1:29)

  • τοῦτ’ ἄρ’ ἦν με τοὐπιτρῖβον, δακτύλιοσ οὑτοσί· (Aristophanes, Lysistrata, Choral, trochees12)

    (아리스토파네스, Lysistrata, Choral, trochees12)

  • οὐκ ἔσθ’ ὅπωσ ὁ δακτύλιόσ ἐσθ’ οὑτοσὶ οὑμόσ· (Aristotle, Episode7)

    (아리스토텔레스, Episode7)

유의어

  1. 반지

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION