- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ψήφισμα?

3군 변화 명사; 중성 로마알파벳 전사: psēphisma 고전 발음: [세:피] 신약 발음: [세피]

기본형: ψήφισμα ψηφίσματος

형태분석: ψηφισματ (어간)

  1. A proposal passed by a majority vote
  2. A decree or law

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐποίησε ψήφισμα ἐν ἔτει δωδεκάτῳ τῆς βασιλείας Ἀρταξέρξου καὶ ἔβαλε κλήρους ἡμέραν ἐξ ἡμέρας καὶ μῆνα ἐκ μηνός, ὥστε ἀπολέσαι ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ τὸ γένος Μαρδοχαίου, καὶ ἔπεσεν ὁ κλῆρος εἰς τὴν τεσσαρεσκαιδεκάτην τοῦ μηνός, ὅς ἐστιν Ἀδάρ. (Septuagint, Liber Esther 3:7)

    (70인역 성경, 에스테르기 3:7)

  • πῶς Ἀμὰν Ἀμαδάθου, ὁ Μακεδών, ἐπολέμει αὐτούς, καθὼς ἔθετο ψήφισμα καὶ κλῆρον ἀφανίσαι αὐτούς, (Septuagint, Liber Esther 9:24)

    (70인역 성경, 에스테르기 9:24)

  • ψήφισμα δὲ ἐξέπεσεν εἰς τὰς ἀστυγείτονας πόλεις Ἑλληνίδας Πτολεμαίου ὑποτιθεμένου τὴν αὐτὴν ἀγωγὴν κατὰ τῶν Ἰουδαίων ἄγειν καὶ σπλαγνίζειν, (Septuagint, Liber Maccabees II 6:8)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 6:8)

  • ἐδογμάτισαν δὲ μετὰ κοινοῦ προστάγματος καὶ ψηφίσματος παντὶ τῷ τῶν Ἰουδαίων ἔθνει κατ᾿ ἐνιαυτὸν ἄγειν τάσδε τὰς ἡμέρας. (Septuagint, Liber Maccabees II 10:8)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 10:8)

  • κατὰ δὲ τὸ κοινὸν τῆς πόλεως ψήφισμα, καὶ τούτων ἐπιδεξαμένων ὡς ἂν εἰρηνεύειν θελόντων καὶ μηδὲν ὕποπτον ἐχόντων, ἐπαναχθέντας αὐτοὺς ἐβύθισαν ὄντας οὐκ ἔλαττον τῶν διακοσίων. (Septuagint, Liber Maccabees II 12:4)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 12:4)

  • πέρας γοῦν, εἰ ἐθέλεις, ὦ Ζεῦ, ψήφισμά τι περὶ τούτων ἀναγνώσομαι ἤδη ξυγγεγραμμένον. (Lucian, Deorum concilium, (no name) 14:1)

    (루키아노스, Deorum concilium, (no name) 14:1)

유의어

  1. A decree or law

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION