χλευασμός
2군 변화 명사; 남성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
χλευασμός
χλεθασμού
형태분석:
χλευασμ
(어간)
+
ος
(어미)
뜻
- 아이러니, 모순
- 조소, 경멸, 비웃음, 조롱
- Irony (as a figure of speech)
- mockery, piece of impertinence, (incidence of) scoffing
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐρομένου γάρ τινοσ ἐπὶ χλευασμῷ, Εἰ χιλίασ μνᾶσ ξύλων καύσαιμι, ὦ Δημῶναξ, πόσαι μναῖ ἂν καπνοῦ γένοιντο; (Lucian, (no name) 39:2)
(루키아노스, (no name) 39:2)
- ῥήτωρ γάρ τισ, ὥσ φασιν, ὤν, ἀπολιπὼν τὰ δικαστήρια καὶ τὰσ ἐν ἐκείνοισ εὐδοκιμήσεισ, ὁπόσον ἢ δεινότητοσ ἢ ἀκμῆσ ἐπεπόριστο ἐν τοῖσ λόγοισ, τοῦτο πᾶν ἐφ’ ἡμᾶσ συσκευασάμενοσ οὐ παύεται αὐτὸσ ^ μὲν ἀγορεύων κακῶσ γόητασ καὶ ἀπατεῶνασ ἀποκαλῶν, τὰ πλήθη δὲ ἀναπείθων καταγελᾶν ἡμῶν καὶ καταφρονεῖν ὡσ τὸ μηδὲν ὄντων μᾶλλον δὲ καὶ μισεῖσθαι πρὸσ τῶν πολλῶν ἤδη πεποίηκεν αὐτούσ τε ἡμᾶσ καὶ σὲ τὴν Φιλοσοφίαν, φληνάφουσ καὶ λήρουσ ἀποκαλῶν τὰ σὰ καὶ τὰ σπουδαιότατα ὧν ἡμᾶσ ἐπαίδευσασ ἐπὶ χλευασμῷ διεξιών, ὥστε αὐτὸν μὲν κροτεῖσθαι καὶ ἐπαινεῖσθαι πρὸσ τῶν θεατῶν, ἡμᾶσ δὲ ὑβρίζεσθαι. (Lucian, Piscator, (no name) 25:3)
(루키아노스, Piscator, (no name) 25:3)
- ὡσ δὲ ὁ Μάγνησ εἴρηκεν, ὑπὸ γυναικῶν ἢ κατεαγότων ἀνθρώπων λέγοιτ’ ἂν καὶ οὐδὲ τούτων μετὰ σπουδῆσ, ἀλλ’ ἐπὶ χλευασμῷ καὶ καταγέλωτι. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1899)
(디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 1899)
- "διὰ τί τοῖσ Καπετωλίοισ θέασ ἄγοντεσ ἔτι νῦν κηρύττουσι Σαρδιανοὺσ ὠνίουσ, καὶ γέρων τισ ἐπὶ χλευασμῷ προάγεται παιδικὸν ἐναψάμενοσ περιδέραιον, ὃ καλοῦσι βοῦλλαν; (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 531)
(플루타르코스, Quaestiones Romanae, section 531)
- "διὰ τί τοῖσ Καπιτωλίοισ θέασ ἄγοντεσ ἔτι νῦν κηρύττουσι Σαρδιανοὺσ ὠνίουσ, καὶ γέρων τισ ἐπὶ χλευασμῷ προάγεται παιδικὸν ἐναψάμενοσ περιδέραιον, ὃ καλοῦσι βοῦλλαν; (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 531)
(플루타르코스, Quaestiones Romanae, section 531)