헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χλευασμός

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χλευασμός χλεθασμού

형태분석: χλευασμ (어간) + ος (어미)

  1. 아이러니, 모순
  2. 조소, 경멸, 비웃음, 조롱
  1. Irony (as a figure of speech)
  2. mockery, piece of impertinence, (incidence of) scoffing

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 χλευασμός

아이러니가

χλευασμώ

아이러니들이

χλευασμοί

아이러니들이

속격 χλευασμοῦ

아이러니의

χλευασμοῖν

아이러니들의

χλευασμῶν

아이러니들의

여격 χλευασμῷ

아이러니에게

χλευασμοῖν

아이러니들에게

χλευασμοῖς

아이러니들에게

대격 χλευασμόν

아이러니를

χλευασμώ

아이러니들을

χλευασμούς

아이러니들을

호격 χλευασμέ

아이러니야

χλευασμώ

아이러니들아

χλευασμοί

아이러니들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐρομένου γάρ τινοσ ἐπὶ χλευασμῷ, Εἰ χιλίασ μνᾶσ ξύλων καύσαιμι, ὦ Δημῶναξ, πόσαι μναῖ ἂν καπνοῦ γένοιντο; (Lucian, (no name) 39:2)

    (루키아노스, (no name) 39:2)

  • ῥήτωρ γάρ τισ, ὥσ φασιν, ὤν, ἀπολιπὼν τὰ δικαστήρια καὶ τὰσ ἐν ἐκείνοισ εὐδοκιμήσεισ, ὁπόσον ἢ δεινότητοσ ἢ ἀκμῆσ ἐπεπόριστο ἐν τοῖσ λόγοισ, τοῦτο πᾶν ἐφ’ ἡμᾶσ συσκευασάμενοσ οὐ παύεται αὐτὸσ ^ μὲν ἀγορεύων κακῶσ γόητασ καὶ ἀπατεῶνασ ἀποκαλῶν, τὰ πλήθη δὲ ἀναπείθων καταγελᾶν ἡμῶν καὶ καταφρονεῖν ὡσ τὸ μηδὲν ὄντων μᾶλλον δὲ καὶ μισεῖσθαι πρὸσ τῶν πολλῶν ἤδη πεποίηκεν αὐτούσ τε ἡμᾶσ καὶ σὲ τὴν Φιλοσοφίαν, φληνάφουσ καὶ λήρουσ ἀποκαλῶν τὰ σὰ καὶ τὰ σπουδαιότατα ὧν ἡμᾶσ ἐπαίδευσασ ἐπὶ χλευασμῷ διεξιών, ὥστε αὐτὸν μὲν κροτεῖσθαι καὶ ἐπαινεῖσθαι πρὸσ τῶν θεατῶν, ἡμᾶσ δὲ ὑβρίζεσθαι. (Lucian, Piscator, (no name) 25:3)

    (루키아노스, Piscator, (no name) 25:3)

  • ὡσ δὲ ὁ Μάγνησ εἴρηκεν, ὑπὸ γυναικῶν ἢ κατεαγότων ἀνθρώπων λέγοιτ’ ἂν καὶ οὐδὲ τούτων μετὰ σπουδῆσ, ἀλλ’ ἐπὶ χλευασμῷ καὶ καταγέλωτι. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1899)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 1899)

  • "διὰ τί τοῖσ Καπετωλίοισ θέασ ἄγοντεσ ἔτι νῦν κηρύττουσι Σαρδιανοὺσ ὠνίουσ, καὶ γέρων τισ ἐπὶ χλευασμῷ προάγεται παιδικὸν ἐναψάμενοσ περιδέραιον, ὃ καλοῦσι βοῦλλαν; (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 531)

    (플루타르코스, Quaestiones Romanae, section 531)

  • "διὰ τί τοῖσ Καπιτωλίοισ θέασ ἄγοντεσ ἔτι νῦν κηρύττουσι Σαρδιανοὺσ ὠνίουσ, καὶ γέρων τισ ἐπὶ χλευασμῷ προάγεται παιδικὸν ἐναψάμενοσ περιδέραιον, ὃ καλοῦσι βοῦλλαν; (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 531)

    (플루타르코스, Quaestiones Romanae, section 531)

유의어

  1. 조소

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION