Ancient Greek-English Dictionary Language

χειμερινός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: χειμερινός χειμερινή χειμερινόν

Structure: χειμεριν (Stem) + ος (Ending)

Etym.: xei=ma

Sense

  1. of or in winter
  2. stormy

Examples

  • ἀλλὰ ὁ λαὸσ πολύσ, καὶ ὁ καιρὸσ χειμερινόσ, καὶ οὐκ ἔστι δύναμισ στῆναι ἔξω. καὶ τὸ ἔργον οὐκ εἰσ ἡμέραν μίαν καὶ οὐκ εἰσ δύο, ὅτι ἐπληθύναμεν τοῦ ἀδικῆσαι ἐν τῷ ρήματι τούτῳ. (Septuagint, Liber Esdrae II 10:13)
  • "χειμερινὸσ ὄνειροσ, ὅτε μήκισταὶ εἰσιν αἱ νύκτεσ, ἢ τάχα που τριέσπεροσ, ὥσπερ ὁ Ἡρακλῆσ, καὶ αὐτόσ ἐστι. (Lucian, Somnium sive vita Luciani, (no name) 13:2)
  • καλεῖται δ’ αὐτῶν ὁ μὲν ἀρκτικόσ τε καὶ ἀειφανήσ, ὁ δὲ θερινὸσ τροπικόσ, ὁ δ’ ἰσημερινόσ, ὁ δὲ χειμερινὸσ τροπικόσ, ὁ δ’ ἀνταρκτικόσ τε καὶ ἀφανήσ· (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 2, 2:2)
  • οὐκοῦν, εἴ γε καλῶσ ἔχει ταῦτα οὕτω γίγνεσθαι, οἰκοδομεῖν δεῖ ὑψηλότερα μὲν τὰ πρὸσ μεσημβρίαν, ἵνα ὁ χειμερινὸσ ἥλιοσ μὴ ἀποκλείηται, χθαμαλώτερα δὲ τὰ πρὸσ ἄρκτον, ἵνα οἱ ψυχροὶ μὴ ἐμπίπτωσιν ἄνεμοι· (Xenophon, Memorabilia, , chapter 8 12:3)

Synonyms

  1. stormy

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION