Ancient Greek-English Dictionary Language

χειμερινός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: χειμερινός χειμερινή χειμερινόν

Structure: χειμεριν (Stem) + ος (Ending)

Etym.: xei=ma

Sense

  1. of or in winter
  2. stormy

Examples

  • βραχὺσ δ’ ἔρρει τηνικαῦτα οὔπω τοῖσ χειμερινοῖσ ὕδασι πληθύων, ὥστ’ ὀλίγον ὑπὲρ τοῦ γόνατοσ ἔχοντεσ αὐτὸν ἐπεραιοῦντο. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 5, chapter 38 3:2)
  • τοῖσ δὲ χειμερινοῖσ καιροῖσ πυροὶ κριθαὶ ὄσπρια καὶ ἄλλοι καρποὶ ἐδώδιμοι, ὧν ἡμεῖσ ἄπειροι. (Strabo, Geography, book 15, chapter 1 26:7)

Synonyms

  1. stormy

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION