헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χαρίζομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χαρίζομαι

형태분석: χαρίζ (어간) + ομαι (인칭어미)

어원: xa/ris

  1. 주다, 수여하다, 연회를 베풀다, 용서하다, 면제하다, 혼을 불어넣다, 벌이다, 바치다, 증여하다, 제공하다
  1. to grant as a favor, that is, gratuitously, in kindness, pardon or rescue: - deliver, (frankly) forgive, (freely) give, grant.

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χαρίζομαι

(나는) 준다

χαρίζει, χαρίζῃ

(너는) 준다

χαρίζεται

(그는) 준다

쌍수 χαρίζεσθον

(너희 둘은) 준다

χαρίζεσθον

(그 둘은) 준다

복수 χαριζόμεθα

(우리는) 준다

χαρίζεσθε

(너희는) 준다

χαρίζονται

(그들은) 준다

접속법단수 χαρίζωμαι

(나는) 주자

χαρίζῃ

(너는) 주자

χαρίζηται

(그는) 주자

쌍수 χαρίζησθον

(너희 둘은) 주자

χαρίζησθον

(그 둘은) 주자

복수 χαριζώμεθα

(우리는) 주자

χαρίζησθε

(너희는) 주자

χαρίζωνται

(그들은) 주자

기원법단수 χαριζοίμην

(나는) 주기를 (바라다)

χαρίζοιο

(너는) 주기를 (바라다)

χαρίζοιτο

(그는) 주기를 (바라다)

쌍수 χαρίζοισθον

(너희 둘은) 주기를 (바라다)

χαριζοίσθην

(그 둘은) 주기를 (바라다)

복수 χαριζοίμεθα

(우리는) 주기를 (바라다)

χαρίζοισθε

(너희는) 주기를 (바라다)

χαρίζοιντο

(그들은) 주기를 (바라다)

명령법단수 χαρίζου

(너는) 주어라

χαριζέσθω

(그는) 주어라

쌍수 χαρίζεσθον

(너희 둘은) 주어라

χαριζέσθων

(그 둘은) 주어라

복수 χαρίζεσθε

(너희는) 주어라

χαριζέσθων, χαριζέσθωσαν

(그들은) 주어라

부정사 χαρίζεσθαι

주는 것

분사 남성여성중성
χαριζομενος

χαριζομενου

χαριζομενη

χαριζομενης

χαριζομενον

χαριζομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐχαριζόμην

(나는) 주고 있었다

ἐχαρίζου

(너는) 주고 있었다

ἐχαρίζετο

(그는) 주고 있었다

쌍수 ἐχαρίζεσθον

(너희 둘은) 주고 있었다

ἐχαριζέσθην

(그 둘은) 주고 있었다

복수 ἐχαριζόμεθα

(우리는) 주고 있었다

ἐχαρίζεσθε

(너희는) 주고 있었다

ἐχαρίζοντο

(그들은) 주고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰ δέ, ὥσπερ νυνὶ λέγεισ, ἡγοῦ αὐτὸν καταψεύσασθαι τοῦ θεοῦ καὶ χαριζόμενόν τισι μὴ τἀληθῆ ἀπηγγελκέναι τῷ δήμῳ, οὐ ψήφισμα ἐχρῆν σε πρὸσ τὸ ἐνύπνιον γράφειν, ἀλλ’ ὅπερ ὁ πρότεροσ ἐμοῦ λέγων εἶπεν, εἰσ Δελφοὺσ πέμψαντα πυθέσθαι παρὰ τοῦ θεοῦ τὴν ἀλήθειαν. (Hyperides, Speeches, 15:1)

    (히페레이데스, Speeches, 15:1)

  • ἐπὶ τοῦτον οὖν οἱ γνωριμώτατοι τρέπονται, καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἅψασθαι τοῦ Γαϊού καὶ μετ’ αὐτῶν ἐπὶ τὸν ἄνδρα συστῆναι, μὴ βιαζόμενον μηδὲ ἀντικρούοντα τοῖσ πολλοῖσ, ἀλλὰ πρὸσ ἡδονὴν ἄρχοντα καὶ χαριζόμενον ὑπέρ ὧν καὶ ἀπεχθάνεσθαι καλῶσ εἶχεν. (Plutarch, Caius Gracchus, chapter 8 4:2)

    (플루타르코스, Caius Gracchus, chapter 8 4:2)

  • χήρωσαν φωνῆσ, γαστρὶ χαριζόμενον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 31 2:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 31 2:1)

  • αὕτη δὲ καὶ φύσει θαυμαστὴν ἔσχεν εὐκολίαν καὶ πραότητα, καὶ τὸ ἀντιφιλοῦν καὶ χαριζόμενον αὐτῆσ ἡδονὴν ἅμα καὶ κατανόησιν τοῦ φιλανθρώπου παρεῖχεν· (Plutarch, Consolatio ad uxorem, section 2 3:1)

    (플루타르코스, Consolatio ad uxorem, section 2 3:1)

  • ὥσπερ οὖν σώματοσ ἔστι κήδεσθαι μὴ δουλεύοντα ταῖσ ἡδοναῖσ αὐτοῦ καὶ ταῖσ ἐπιθυμίαισ, οὕτω γυναικὸσ ἄρχειν εὐφραίνοντα καὶ χαριζόμενον. (Plutarch, Conjugalia Praecepta, chapter, section 33 3:1)

    (플루타르코스, Conjugalia Praecepta, chapter, section 33 3:1)

관련어

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION