헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταχαρίζομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταχαρίζομαι καταχαριοῦμαι

형태분석: κατα (접두사) + χαρίζ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 주다, 연회를 베풀다, 혼을 불어넣다, 벌이다, 바치다
  1. to do or give up, out of courtesy, to give, by private interest
  2. to shew favour

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταχαρίζομαι

(나는) 준다

καταχαρίζει, καταχαρίζῃ

(너는) 준다

καταχαρίζεται

(그는) 준다

쌍수 καταχαρίζεσθον

(너희 둘은) 준다

καταχαρίζεσθον

(그 둘은) 준다

복수 καταχαριζόμεθα

(우리는) 준다

καταχαρίζεσθε

(너희는) 준다

καταχαρίζονται

(그들은) 준다

접속법단수 καταχαρίζωμαι

(나는) 주자

καταχαρίζῃ

(너는) 주자

καταχαρίζηται

(그는) 주자

쌍수 καταχαρίζησθον

(너희 둘은) 주자

καταχαρίζησθον

(그 둘은) 주자

복수 καταχαριζώμεθα

(우리는) 주자

καταχαρίζησθε

(너희는) 주자

καταχαρίζωνται

(그들은) 주자

기원법단수 καταχαριζοίμην

(나는) 주기를 (바라다)

καταχαρίζοιο

(너는) 주기를 (바라다)

καταχαρίζοιτο

(그는) 주기를 (바라다)

쌍수 καταχαρίζοισθον

(너희 둘은) 주기를 (바라다)

καταχαριζοίσθην

(그 둘은) 주기를 (바라다)

복수 καταχαριζοίμεθα

(우리는) 주기를 (바라다)

καταχαρίζοισθε

(너희는) 주기를 (바라다)

καταχαρίζοιντο

(그들은) 주기를 (바라다)

명령법단수 καταχαρίζου

(너는) 주어라

καταχαριζέσθω

(그는) 주어라

쌍수 καταχαρίζεσθον

(너희 둘은) 주어라

καταχαριζέσθων

(그 둘은) 주어라

복수 καταχαρίζεσθε

(너희는) 주어라

καταχαριζέσθων, καταχαριζέσθωσαν

(그들은) 주어라

부정사 καταχαρίζεσθαι

주는 것

분사 남성여성중성
καταχαριζομενος

καταχαριζομενου

καταχαριζομενη

καταχαριζομενης

καταχαριζομενον

καταχαριζομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταχαρίουμαι

(나는) 주겠다

καταχαρίει, καταχαρίῃ

(너는) 주겠다

καταχαρίειται

(그는) 주겠다

쌍수 καταχαρίεισθον

(너희 둘은) 주겠다

καταχαρίεισθον

(그 둘은) 주겠다

복수 καταχαριοῦμεθα

(우리는) 주겠다

καταχαρίεισθε

(너희는) 주겠다

καταχαρίουνται

(그들은) 주겠다

기원법단수 καταχαριοίμην

(나는) 주겠기를 (바라다)

καταχαρίοιο

(너는) 주겠기를 (바라다)

καταχαρίοιτο

(그는) 주겠기를 (바라다)

쌍수 καταχαρίοισθον

(너희 둘은) 주겠기를 (바라다)

καταχαριοίσθην

(그 둘은) 주겠기를 (바라다)

복수 καταχαριοίμεθα

(우리는) 주겠기를 (바라다)

καταχαρίοισθε

(너희는) 주겠기를 (바라다)

καταχαρίοιντο

(그들은) 주겠기를 (바라다)

부정사 καταχαρίεισθαι

줄 것

분사 남성여성중성
καταχαριουμενος

καταχαριουμενου

καταχαριουμενη

καταχαριουμενης

καταχαριουμενον

καταχαριουμενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεχαριζόμην

(나는) 주고 있었다

κατεχαρίζου

(너는) 주고 있었다

κατεχαρίζετο

(그는) 주고 있었다

쌍수 κατεχαρίζεσθον

(너희 둘은) 주고 있었다

κατεχαριζέσθην

(그 둘은) 주고 있었다

복수 κατεχαριζόμεθα

(우리는) 주고 있었다

κατεχαρίζεσθε

(너희는) 주고 있었다

κατεχαρίζοντο

(그들은) 주고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐδόκουν γὰρ οὗτοι καταχαρίζεσθαι τὴν κρίσιν. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 49 3:2)

    (아리스토텔레스, 아테네인들의 정치체제, work Ath. Pol., chapter 49 3:2)

  • τέλοσ δὲ τοῖσ σώμασιν ἐπιβαλὼν τὰσ χεῖρασ ἐπεκαλεῖτο τὸν Βροῦτον, καὶ τὸν Κολλατῖνον ἐβόα δεινὰ ποιεῖν, εἰ τῷ συνάρχοντι παιδοφονίασ ἀνάγκην προστριψάμενοσ αὐτὸσ οἰέται δεῖν καταχαρίζεσθαι ταῖσ γυναιξὶ τοὺσ προδότασ καὶ πολεμίουσ τῆσ πατρίδοσ. (Plutarch, Publicola, chapter 7 2:2)

    (플루타르코스, Publicola, chapter 7 2:2)

  • ὥστ’ οὐκέτι Πολύευκτοσ αὐτὰ πεισθεὶσ ἐμοὶ κατεχαρίζετο, ὡσ ἐοίκεν, ἀλλ’ ὑμεῖσ αὐτοί. (Demosthenes, Speeches 41-50, 24:3)

    (데모스테네스, Speeches 41-50, 24:3)

  • οὐ γὰρ ἐπὶ τούτῳ κάθηται ὁ δικαστήσ, ἐπὶ τῷ καταχαρίζεσθαι τὰ δίκαια, ἀλλ’ ἐπὶ τῷ κρίνειν ταῦτα· (Plato, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 175:1)

    (플라톤, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 175:1)

  • ἔτι δὲ τοὺσ αὐτοὺσ ἡγεῖσθαι χρὴ καὶ τῶν κατηγόρων σφόδρα δεδεῆσθαι, νομίζοντασ πολὺ ἂν θᾶττον παρ’ ἡμῶν ὀλίγων ὄντων ταύτην τὴν χάριν λαμβάνειν ἢ παρ’ ὑμῶν, ἔτι δὲ ῥᾷον ἄλλουσ τινὰσ <τὰ> ὑμέτερα καταχαρίζεσθαι ἢ ὑμᾶσ αὐτούσ γε. (Lysias, Speeches, 15:1)

    (리시아스, Speeches, 15:1)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION