- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χάλαζα?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: chalaza 고전 발음: [칼라] 신약 발음: [칼라자]

기본형: χάλαζα χαλάζης

형태분석: χαλαζ (어간) + α (어미)

  1. 우박, 진눈깨비, 싸라기눈
  2. 여드름, 사마귀
  3. 매듭, 덩어리, 관절
  1. hail, sleet
  2. pimple, tubercle
  3. knot, lump

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 χάλαζα

우박이

χαλάζα

우박들이

χάλαζαι

우박들이

속격 χαλάζης

우박의

χαλάζαιν

우박들의

χαλαζῶν

우박들의

여격 χαλάζῃ

우박에게

χαλάζαιν

우박들에게

χαλάζαις

우박들에게

대격 χάλαζαν

우박을

χαλάζα

우박들을

χαλάζας

우박들을

호격 χάλαζα

우박아

χαλάζα

우박들아

χάλαζαι

우박들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀπὸ τῶν χαλαζῶν δ ὦ πόνηρ Εὐριπίδη ἄναγε σεαυτὸν ἐκποδών, εἰ σωφρονεῖς, ἵνα μὴ κεφαλαίῳ τὸν κρόταφόν σου ῥήματι θενὼν ὑπ ὀργῆς ἐκχέῃ τὸν Τήλεφον: (Aristophanes, Frogs, Lyric-Scene17)

    (아리스토파네스, Frogs, Lyric-Scene17)

  • οὐκοῦν, ἦν δ ἐγώ, ὁ μὴ τοιοῦτος αὖ, ὅσῳ ἂν φαυλότερος ᾖ, πάντα τε μᾶλλον διηγήσεται καὶ οὐδὲν ἑαυτοῦ ἀνάξιον οἰήσεται εἶναι, ὥστε πάντα ἐπιχειρήσει μιμεῖσθαι σπουδῇ τε καὶ ἐναντίον πολλῶν, καὶ ἃ νυνδὴ ἐλέγομεν, βροντάς τε καὶ ψόφους ἀνέμων τε καὶ χαλαζῶν καὶ ἀξόνων τε καὶ τροχιλιῶν, καὶ σαλπίγγων καὶ αὐλῶν καὶ συρίγγων καὶ πάντων ὀργάνων φωνάς, καὶ ἔτι κυνῶν καὶ προβάτων καὶ ὀρνέων φθόγγους: (Plato, Republic, book 3 210:1)

    (플라톤, Republic, book 3 210:1)

유의어

  1. 매듭

관련어

명사

형용사

동사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION