Ancient Greek-English Dictionary Language

τυραννικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: τυραννικός τυραννική τυραννικόν

Structure: τυραννικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: tu/rannos

Sense

  1. of or for a despotic ruler, royal, princely, of kings
  2. befitting a tyrant, despotic, imperious, in favour of tyranny, the times of despotic government

Examples

  • τυραννικώτατοσ δὲ καὶ φονικώτατοσ ὁ Κριτίασ γενόμενοσ, καὶ τὴν πατρίδα ἐλύπησε πολλὰ καὶ αὐτὸσ μισούμενοσ τὸν βίον κατέστρεψε. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , ael. v.h. 10. 13.31)
  • βίαιοσ δὲ καὶ τυραννικώτατοσ ὢν ἐν Ἑστίᾳ Μόψου τῆσ Κιλικίασ κατεπρήσθη κατὰ τὸ γυμνάσιον. (Appian, The Foreign Wars, chapter 11 5:7)
  • τυραννικώτατοσ γὰρ ἂν εἰή. (Plato, Republic, book 9 95:2)
  • οὐκοῦν οὗτοσ γίγνεται ὃσ ἂν τυραννικώτατοσ φύσει ὢν μοναρχήσῃ, καὶ ὅσῳ ἂν πλείω χρόνον ἐν τυραννίδι βιῷ, τοσούτῳ μᾶλλον τοιοῦτοσ. (Plato, Republic, book 9 112:1)
  • ἔκρινε, τοῦτον δ’ εἶναι τὸν βασιλικώτατον καὶ βασιλεύοντα αὑτοῦ, τὸν δὲ κάκιστόν τε καὶ ἀδικώτατον ἀθλιώτατον, τοῦτον δὲ αὖ τυγχάνειν ὄντα ὃσ ἂν τυραννικώτατοσ ὢν ἑαυτοῦ τε ὅτι μάλιστα τυραννῇ καὶ τῆσ πόλεωσ; (Plato, Republic, book 9 217:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION