Ancient Greek-English Dictionary Language

τολμηρός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: τολμηρός τολμηρή τολμηρόν

Structure: τολμηρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: tolma/w

Sense

  1. hardihood

Examples

  • ὅτι δ’ οὐ γεγένηται φορὰ καθ’ ἡμᾶσ ῥητόρων πονηρῶν ἅμα καὶ τολμηρῶν, εὐτυχοῦμεν. (Aeschines, Speeches, , section 234 1:3)
  • θεασάμενοσ οὖν συμπνευσμὸν ἐπὶ ψευδολογίᾳ διδασκάλου καὶ μαθητοῦ καὶ λόγων τολμηρῶν συγκρότησιν, ἐξήταζε περὶ Ἀριστοβούλου, τί καὶ γεγόνοι συνεκκλαπεὶσ αὐτῷ, καὶ δι’ ἣν αἰτίαν οὐ παραγεγόνοι μεταποιούμενοσ τῆσ ἀξίασ, ἧσ προσῆκε τυγχάνειν τοὺσ οὕτω γεγονότασ; (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 17 402:1)

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION