Ancient Greek-English Dictionary Language

τολμηρός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: τολμηρός τολμηρή τολμηρόν

Structure: τολμηρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: tolma/w

Sense

  1. hardihood

Examples

  • οἶνοσ καὶ γυναῖκεσ ἀποστήσουσι συνετούσ, καὶ ὁ κολλώμενοσ πόρναισ τολμηρότεροσ ἔσται. (Septuagint, Liber Sirach 19:2)
  • Ὅτι Παμφιλίδασ ὁ τῶν Ῥοδίων ναύαρχοσ ἐδόκει πρὸσ πάντασ τοὺσ καιροὺσ εὐαρμοστότεροσ εἶναι τοῦ Παυσιστράτου διὰ τὸ βαθύτεροσ τῇ φύσει καὶ στασιμώτεροσ μᾶλλον ἢ τολμηρότεροσ ὑπάρχειν. (Polybius, Histories, book 21, chapter 7 5:1)

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION