τιμάω
α-contract Verb;
Transliteration:
Principal Part:
τιμάω
τιμήσω
ἐτίμησα
τετίμηκα
τετίμημαι
ἐτιμήθην
Structure:
τιμά
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to pay honor to, to hold in honor, treat honorably, to honor, revere
- (of things) to hold in honor
- (with genitive of price) to estimate or value
- (rarely) to award or give as an honor
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- οὓσ ἐν ὄψει μὴ δυνάμενοι τιμᾶν ἄνθρωποι διὰ τὸ μακρὰν οἰκεῖν, τὴν πόρρωθεν ὄψιν ἀνατυπωσάμενοι, ἐμφανῆ εἰκόνα τοῦ τιμωμένου βασιλέωσ ἐποίησαν, ἵνα τὸν ἀπόντα ὡσ παρόντα κολακεύωσι διὰ τῆσ σπουδῆσ. (Septuagint, Liber Sapientiae 14:17)
- οὐδὲν οὖν ἐκείνων βελτίονα τὸν Κορίνθιον ἔσεσθαι προσδοκῶντεσ, ἀλλὰ ταῦτα πάλιν ἥκειν πρὸσ αὐτοὺσ σοφίσματα καί δελεάσματα, μετ’ ἐλπίδων χρηστῶν καί φιλανθρώπων ὑποσχέσεων εἰσ μεταβολὴν δεσπότου καινοῦ τιθασευομένουσ, ὑπώπτευον καί διεκρούοντο τὰσ τῶν Κορινθίων προκλήσεισ πλὴν Ἀδρανιτῶν, οἳ πόλιν μικρὰν μέν, ἱερὰν δ’ οὖσαν Ἀδρανοῦ, θεοῦ τινοσ τιμωμένου διαφερόντωσ ἐν ὅλῃ Σικελίᾳ, κατοικοῦντεσ ἐστασίασαν πρὸσ ἀλλήλουσ, οἱ μὲν Ἱκέτην προσαγόμενοι καί Καρχηδονίουσ, οἱ δὲ πρὸσ Τιμολέοντα διαπεμπόμενοι. (Plutarch, Timoleon, chapter 12 1:1)
- μοχθηροῦ δὲ ἄλλωσ κατεσχηκότοσ ἔθουσ ἔκ τινοσ χρόνου, καὶ μήτε τιμωμένου λοιπὸν παρ’ ὑμῖν μηδενόσ, εἰ βούλεσθε τἀληθὲσ εἰδέναι, τῶν τε πρότερον γενναίων ἀνδρῶν καὶ περὶ τὴν πόλιν προθύμων, οὐκ ἰδιωτῶν μόνον, ἀλλὰ καὶ βασιλέων ὑβριζομένων καὶ τὰσ τιμὰσ ἀποστερουμένων. (Dio, Chrysostom, Orationes, 10:5)
- τοῦ Κριτωνίου δὲ εἰπόντοσ οὐκ ἀνέξεσθαι τιμωμένου Καίσαροσ ἐν ταῖσ αὑτοῦ δαπάναισ, ὁ Καῖσαρ αὐτὸν ἐσ τὸν Ἀντώνιον ἦγεν ὡσ ὕπατον. (Appian, The Civil Wars, book 3, chapter 4 2:4)
- τιμωμένου δὴ πλούτου ἐν πόλει καὶ τῶν πλουσίων ἀτιμοτέρα ἀρετή τε καὶ οἱ ἀγαθοί. (Plato, Republic, book 8 134:1)
Synonyms
-
to pay honor to
-
to hold in honor
-
to estimate or value
-
to award or give as an honor
Derived
- ἀποτιμάω (to put away from honour, to dishonour, slight)
- ἐκπροτιμάω (to honour above all)
- ἐκτιμάω (to honour highly)
- ἐπιτιμάω (to lay a value upon, to show honor to, to raise in price)
- προσαποτιμάω (to estimate besides)
- προστιμάω (to award further penalty, to adjudge, as a debt)
- προτιμάω (to honour, before or above, to prefer)
- συντιμάω (to honour together or alike, to estimate together, they fixed this as the estimate of)
- ὑπερτιμάω (to honour exceedingly)