ἀποτιμάω?
α-contract Verb;
자동번역
Transliteration: apotimaō
Principal Part:
ἀποτιμάω
Structure:
ἀπο
(Prefix)
+
τιμά
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to put away from honour, to dishonour, slight
- to fix a price by valuation, having fixed their price
- to borrow money on mortgage, to lend on mortgage, to be mortgaged
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ὀχήματος, κόσμου γυναικείου, σκευῶν τῶν περὶ δίαιταν, ὧν ἑκάστου τὸ τίμημα δραχμὰς χιλίας καὶ πεντακοσίας ὑπερέβαλλεν, ἀποτιμᾶσθαι τὴν ἀξίαν εἰς τὸ δεκαπλάσιον, βουλόμενος ἀπὸ μειζόνων τιμημάτων αὐτοῖς μείζονας καὶ τὰς εἰσφορὰς εἶναι, καὶ προσετίμησε τρεῖς χαλκοῦς πρὸς τοῖς χιλίοις, ὅπως βαρυνόμενοι ταῖς ἐπιβολαῖς καὶ Τοὺς εὐσταλεῖς καὶ λιτοὺς ὁρῶντες ἀπὸ τῶν ἴσων ἐλάττονα τελοῦντας εἰς τὸ δημόσιον ἀπαγορεύωσιν. (Plutarch, Marcus Cato, chapter 18 2:1)
- ἀλλὰ καὶ ἀπ αὐτῶν τούτων ἐστὶ δῆλον ὅτι τὴν μὲν προῖκ οὐκ ἔδωκεν, ἀντὶ δὲ πολλῶν χρημάτων τῶν ἐμῶν οἰκεῖος ὢν Ἀφόβῳ ταῦτ ἀπετιμᾶτο, κληρονόμον τὴν ἀδελφὴν τῶν ἐμῶν μετ ἐκείνου καταστῆσαι βουλόμενος. (Demosthenes, Speeches 31-40, 16:4)
- ἐπειδὴ δ ὅ τε Λεωκράτης ἐξεκεχωρήκει ὅ τε Πολύευκτος μοχθηρῶς εἶχεν, τηνικαῦτ, ὦ ἄνδρες δικασταί, τὴν οἰκίαν ταύτην ἀποτιμῶμαι πρὸς τὰς δέκα μνᾶς, ἐξ ἧς διακωλύει με τὰς μισθώσεις κομίζεσθαι Σπουδίας. (Demosthenes, Speeches 41-50, 7:3)
- Ἀλλὰ γὰρ οἱ ἄνθρωποι αἰσχροὶ μὲν εἶναι πολλοῦ ἀποτιμῶνται, μελετᾷν δὲ ἅμα μὲν οὐκ ἐπίστανται, ἅμα δὲ οὐ τολμέουσιν, ἢν μὴ ὀδυνέωνται, ἢ θάνατον δεδοίκωσιν‧ καίτοι ὀλιγοχρόνιος ἡ πώρωσις τῆς Ῥινός‧ ἐν γὰρ δέκα ἡμέρῃσι κρατύνεται, ἢν μὴ ἐπισφακελίσῃ. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 37.10)
- τῇ δ ὑστεραίᾳ τετρακοσίας μὲν ἀντὶ χιλίων καὶ τετρακοσίων προύγραφον ἀποτιμᾶσθαι τὰ ὄντα, τῶν δὲ ἀνδρῶν πάντα τὸν ἔχοντα πλείους δέκα μυριάδων, ἀστὸν ὁμοῦ καὶ ξένον καὶ ἀπελεύθερον καὶ ἱερέα καὶ πανταεθνῆ, μηδενὸς ἀφιεμένου, καὶ τούσδε μεθ ὁμοίου φόβου τῶν ἐπιτιμίων καὶ ὑπὸ μηνύμασιν ὁμοίοις, ἵνα πεντηκοστὴν μὲν τῶν ὄντων αὐτίκα δανείσαιεν αὑτοῖς, ἐνιαυτοῦ δὲ φόρον ἐς τὸν πόλεμον ἐσενέγκαιεν. (Appian, The Civil Wars, book 4, chapter 5 5:3)
Synonyms
-
to borrow money on mortgage
- ἐπιδανείζω (to lend money on property already mortgaged, to borrow on such property)
- ἐκδίδωμι (to lend out money)
Derived
- ἐκπροτιμάω (to honour above all)
- ἐκτιμάω (to honour highly)
- ἐπιτιμάω (to lay a value upon, to show honor to, to raise in price)
- προσαποτιμάω (to estimate besides)
- προστιμάω (to award further penalty, to adjudge, as a debt)
- προτιμάω (to honour, before or above, to prefer)
- συντιμάω (to honour together or alike, to estimate together, they fixed this as the estimate of)
- τιμάω (to pay honor to, to hold in honor, treat honorably)
- ὑπερτιμάω (to honour exceedingly)