ἀσκέω
ε-contract Verb;
Transliteration:
Principal Part:
ἀσκέω
ἀσκήσω
ἤσκησα
ἤσκηκα
ἤσκημαι
ἠσκήθην
Structure:
ἀσκέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- I work, form
- I adorn, decorate, trick out
- I honor, revere
- I practice, exercise, train (often, but not always, of athletics)
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- Μουσαῖόν τε, σὸν σεμνὸν πολίτην κἀπὶ πλεῖστον ἄνδρ’ ἕνα ἐλθόντα, Φοῖβοσ σύγγονοί τ’ ἠσκήσαμεν. (Euripides, Rhesus, episode, antistrophe 1 3:3)
- προύργου δ’ ἐσ ἀλκὴν σῶμ’ ὅπλοισ ἠσκήσατο, ὡσ βαρβάρων τρόπαια μυρίων χερὶ θήσων, ὅταν κωπῆρεσ ἐσβῶμεν σκάφοσ, πέπλουσ δ’ ἀμείψασ’ ἀντὶ ναυφθόρου στολῆσ ἐγώ νιν ἐξήσκησα, καὶ λουτροῖσ χρόα ἔδωκα, χρόνια νίπτρα ποταμίασ δρόσου. (Euripides, Helen, episode6)
- οὕτω δὲ παρὰ τοῖσ ἀρχαίοισ τὰ τῆσ τρυφῆσ καὶ τῆσ πολυτελείασ ἠσκεῖτο ὡσ καὶ Παρράσιόν τὸν Ἐφέσιον ζωγράφον πορφύραν ἀμπέχεσθαι, χρυσοῦν στέφανον ἐπὶ τῆσ κεφαλῆσ ἔχοντα, ὡσ ἱστορεῖ Κλέαρχοσ ἐν τοῖσ Βίοισ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 621)
- οὐδὲ τὴν ἀνδρείαν ἠσκήσαμεν ἐπὶ τῷ πολέμουσ ἄρασθαι χάριν πλεονεξίασ, ἀλλ’ ἐπὶ τῷ τοὺσ νόμουσ διαφυλάττειν. (Flavius Josephus, Contra Apionem, 244:1)
- διὸ καὶ Ἔφιπποσ ὁ κωμῳδιοποιὸσ ἐν Ναυάγῳ Πλάτωνά τε αὐτὸν καὶ τῶν γνωρίμων τινὰσ κεκωμῴδηκεν ὡσ καὶ ἐπ’ ἀργυρίῳ συκοφαντοῦντασ, ἐμφαίνων ὅτι καὶ πολυτελῶσ ἠσκοῦντο καὶ ὅτι τῆσ εὐμορφίασ τῶν καθ’ ἡμᾶσ ἀσελγῶν πλείονα πρόνοιαν ἐποιοῦντο· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 1201)
Synonyms
-
I work
- ἔργω (to do work)
- ἐργάζομαι (I work at, make)
- ἐκπονέω (to work at, work well)
- κατεργάζομαι (to work up for use)
- χειρουργέω (I work with my hands)
- ἐκπονέω (to work hard)
- προμοχθέω (to work beforehand)
- τυκίζω (to work stones)
- ξυλουργέω (to work wood)
- μισοπονέω (to hate work)
- λεπτουργέω (to do fine work)
- τορέω (I work, I shape)
- πραγματεύομαι (to be laboured at, worked out)
- ἐργάζομαι (I work, labour)
- ἐκμοχθέω (to work out with toil)
- χαλκοτορέω (to work or form of brass)
- ἐκπονέω (to work out by searching, to search out)
- ἐριουργέω (to work in wool)
- κατεργάζομαι (to work at, practice)
- ἐργάζομαι (I work at, practice)
- προπονέω (to work for, work so as to obtain)
- προπονέω (to work for or instead of)
- μαλάσσω (to soften, for working)
- θαυμασιουργέω (to work wonders)
- θαυματοποιέω (to work wonders)
-
I honor
- τιμάω (to pay honor to, to hold in honor, treat honorably)
- τιμάω ( to hold in honor)
-
I practice