Ancient Greek-English Dictionary Language

θαυματοποιέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: θαυματοποιέω

Structure: θαυματοποιέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from qaumatopoio/s

Sense

  1. to work wonders

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular θαυματοποίω θαυματοποίεις θαυματοποίει
Dual θαυματοποίειτον θαυματοποίειτον
Plural θαυματοποίουμεν θαυματοποίειτε θαυματοποίουσιν*
SubjunctiveSingular θαυματοποίω θαυματοποίῃς θαυματοποίῃ
Dual θαυματοποίητον θαυματοποίητον
Plural θαυματοποίωμεν θαυματοποίητε θαυματοποίωσιν*
OptativeSingular θαυματοποίοιμι θαυματοποίοις θαυματοποίοι
Dual θαυματοποίοιτον θαυματοποιοίτην
Plural θαυματοποίοιμεν θαυματοποίοιτε θαυματοποίοιεν
ImperativeSingular θαυματοποῖει θαυματοποιεῖτω
Dual θαυματοποίειτον θαυματοποιεῖτων
Plural θαυματοποίειτε θαυματοποιοῦντων, θαυματοποιεῖτωσαν
Infinitive θαυματοποίειν
Participle MasculineFeminineNeuter
θαυματοποιων θαυματοποιουντος θαυματοποιουσα θαυματοποιουσης θαυματοποιουν θαυματοποιουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular θαυματοποίουμαι θαυματοποίει, θαυματοποίῃ θαυματοποίειται
Dual θαυματοποίεισθον θαυματοποίεισθον
Plural θαυματοποιοῦμεθα θαυματοποίεισθε θαυματοποίουνται
SubjunctiveSingular θαυματοποίωμαι θαυματοποίῃ θαυματοποίηται
Dual θαυματοποίησθον θαυματοποίησθον
Plural θαυματοποιώμεθα θαυματοποίησθε θαυματοποίωνται
OptativeSingular θαυματοποιοίμην θαυματοποίοιο θαυματοποίοιτο
Dual θαυματοποίοισθον θαυματοποιοίσθην
Plural θαυματοποιοίμεθα θαυματοποίοισθε θαυματοποίοιντο
ImperativeSingular θαυματοποίου θαυματοποιεῖσθω
Dual θαυματοποίεισθον θαυματοποιεῖσθων
Plural θαυματοποίεισθε θαυματοποιεῖσθων, θαυματοποιεῖσθωσαν
Infinitive θαυματοποίεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
θαυματοποιουμενος θαυματοποιουμενου θαυματοποιουμενη θαυματοποιουμενης θαυματοποιουμενον θαυματοποιουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ νῦν αὐτὰ ταῦτα θαυματοποιεῖ, ὥσ φασι, βόθρον ὀρύττων καὶ ξύλα συγκομίζων καὶ δεινήν τινα τὴν καρτερίαν ὑπισχνούμενοσ. (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 9:48)

Synonyms

  1. to work wonders

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION