헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θαυματοποιέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: θαυματοποιέω

형태분석: θαυματοποιέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from qaumatopoio/s

  1. to work wonders

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θαυματοποίω

θαυματοποίεις

θαυματοποίει

쌍수 θαυματοποίειτον

θαυματοποίειτον

복수 θαυματοποίουμεν

θαυματοποίειτε

θαυματοποίουσιν*

접속법단수 θαυματοποίω

θαυματοποίῃς

θαυματοποίῃ

쌍수 θαυματοποίητον

θαυματοποίητον

복수 θαυματοποίωμεν

θαυματοποίητε

θαυματοποίωσιν*

기원법단수 θαυματοποίοιμι

θαυματοποίοις

θαυματοποίοι

쌍수 θαυματοποίοιτον

θαυματοποιοίτην

복수 θαυματοποίοιμεν

θαυματοποίοιτε

θαυματοποίοιεν

명령법단수 θαυματοποῖει

θαυματοποιεῖτω

쌍수 θαυματοποίειτον

θαυματοποιεῖτων

복수 θαυματοποίειτε

θαυματοποιοῦντων, θαυματοποιεῖτωσαν

부정사 θαυματοποίειν

분사 남성여성중성
θαυματοποιων

θαυματοποιουντος

θαυματοποιουσα

θαυματοποιουσης

θαυματοποιουν

θαυματοποιουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θαυματοποίουμαι

θαυματοποίει, θαυματοποίῃ

θαυματοποίειται

쌍수 θαυματοποίεισθον

θαυματοποίεισθον

복수 θαυματοποιοῦμεθα

θαυματοποίεισθε

θαυματοποίουνται

접속법단수 θαυματοποίωμαι

θαυματοποίῃ

θαυματοποίηται

쌍수 θαυματοποίησθον

θαυματοποίησθον

복수 θαυματοποιώμεθα

θαυματοποίησθε

θαυματοποίωνται

기원법단수 θαυματοποιοίμην

θαυματοποίοιο

θαυματοποίοιτο

쌍수 θαυματοποίοισθον

θαυματοποιοίσθην

복수 θαυματοποιοίμεθα

θαυματοποίοισθε

θαυματοποίοιντο

명령법단수 θαυματοποίου

θαυματοποιεῖσθω

쌍수 θαυματοποίεισθον

θαυματοποιεῖσθων

복수 θαυματοποίεισθε

θαυματοποιεῖσθων, θαυματοποιεῖσθωσαν

부정사 θαυματοποίεισθαι

분사 남성여성중성
θαυματοποιουμενος

θαυματοποιουμενου

θαυματοποιουμενη

θαυματοποιουμενης

θαυματοποιουμενον

θαυματοποιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "τρίτη ἐπὶ τούτοισ ἀποδημία εἰσ Αἴγυπτον παρὰ τὸν Ἀγαθόβουλον, ἵναπερ τὴν θαυμαστὴν ἄσκησιν διησκεῖτο, ξυρόμενοσ μὲν τῆσ κεφαλῆσ τὸ ἥμισυ, χριόμενοσ δὲ πηλῷ τὸ πρόσωπον, ἐν πολλῷ δὲ τῶν περιεστώτων δήμῳ ἀναφλῶν τὸ αἰδοῖον καὶ τὸ ἀδιάφορον δὴ τοῦτο καλούμενον ἐπιδεικνύμενοσ, εἶτα παίων καὶ παιόμενοσ νάρθηκι εἰσ τὰσ πυγὰσ καὶ ἄλλα πολλὰ νεανικώτερα θαυματοποιῶν. (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 9:39)

    (루키아노스, De morte Peregrini, (no name) 9:39)

  • καὶ τῆσ θαλάττησ τὴν ἁλιείαν, καὶ τὴν τῶν ἁλῶν ἁλατοπωλίαν, τῶν τ’ ἐργαζομένων θαυματοποιῶν καὶ μάντεων καὶ φαρμακοπωλῶν καὶ τῶν ἄλλων τῶν τοιουτοτρόπων . (Aristotle, Economics, Book 2 23:1)

    (아리스토텔레스, 경제학, Book 2 23:1)

  • περὶ γὰρ θαυματοποιῶν ἤδη προειρήκαμεν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 52)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 52)

  • καὶ γὰρ οὓσ ἐνθένδε πάντεσ ἀπήλαυνον ὡσ πολὺ τῶν θαυματοποιῶν ἀσελγεστέρουσ ὄντασ, Καλλίαν ἐκεῖνον τὸν δημόσιον καὶ τοιούτουσ ἀνθρώπουσ, μίμουσ γελοίων καὶ ποιητὰσ αἰσχρῶν ᾀσμάτων, ὧν εἰσ τοὺσ συνόντασ ποιοῦσιν εἵνεκα τοῦ γελασθῆναι, τούτουσ ἀγαπᾷ καὶ περὶ αὑτὸν ἔχει. (Demosthenes, Speeches, 25:3)

    (데모스테네스, Speeches, 25:3)

  • ἤχθοντο γὰρ ὁρῶντεσ αὐτὴν τὰ πολλὰ κεκλεισμένην μὲν ἡγεμόσι καὶ στρατηγοῖσ καὶ πρέσβεσιν, ὠθουμένοισ πρὸσ ὕβριν ἀπὸ τῶν θυρῶν, μεστὴν δὲ μίμων καὶ θαυματοποιῶν καὶ κολάκων κραιπαλώντων, εἰσ οὓσ τὰ πλεῖστα κατανηλίσκετο τῶν χρημάτων τῷ βιαιοτάτῳ καὶ χαλεπωτάτῳ τρόπῳ ποριζομένων. (Plutarch, Antony, chapter 21 2:2)

    (플루타르코스, Antony, chapter 21 2:2)

유의어

  1. to work wonders

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION