Ancient Greek-English Dictionary Language

ξυλουργέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ξυλουργέω

Structure: ξυλουργέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: e)/rgw

Sense

  1. to work wood

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ξυλούργω ξυλούργεις ξυλούργει
Dual ξυλούργειτον ξυλούργειτον
Plural ξυλούργουμεν ξυλούργειτε ξυλούργουσιν*
SubjunctiveSingular ξυλούργω ξυλούργῃς ξυλούργῃ
Dual ξυλούργητον ξυλούργητον
Plural ξυλούργωμεν ξυλούργητε ξυλούργωσιν*
OptativeSingular ξυλούργοιμι ξυλούργοις ξυλούργοι
Dual ξυλούργοιτον ξυλουργοίτην
Plural ξυλούργοιμεν ξυλούργοιτε ξυλούργοιεν
ImperativeSingular ξυλοῦργει ξυλουργεῖτω
Dual ξυλούργειτον ξυλουργεῖτων
Plural ξυλούργειτε ξυλουργοῦντων, ξυλουργεῖτωσαν
Infinitive ξυλούργειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ξυλουργων ξυλουργουντος ξυλουργουσα ξυλουργουσης ξυλουργουν ξυλουργουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ξυλούργουμαι ξυλούργει, ξυλούργῃ ξυλούργειται
Dual ξυλούργεισθον ξυλούργεισθον
Plural ξυλουργοῦμεθα ξυλούργεισθε ξυλούργουνται
SubjunctiveSingular ξυλούργωμαι ξυλούργῃ ξυλούργηται
Dual ξυλούργησθον ξυλούργησθον
Plural ξυλουργώμεθα ξυλούργησθε ξυλούργωνται
OptativeSingular ξυλουργοίμην ξυλούργοιο ξυλούργοιτο
Dual ξυλούργοισθον ξυλουργοίσθην
Plural ξυλουργοίμεθα ξυλούργοισθε ξυλούργοιντο
ImperativeSingular ξυλούργου ξυλουργεῖσθω
Dual ξυλούργεισθον ξυλουργεῖσθων
Plural ξυλούργεισθε ξυλουργεῖσθων, ξυλουργεῖσθωσαν
Infinitive ξυλούργεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ξυλουργουμενος ξυλουργουμενου ξυλουργουμενη ξυλουργουμενης ξυλουργουμενον ξυλουργουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to work wood

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION