τιμάω
α-contract Verb;
Transliteration:
Principal Part:
τιμάω
τιμήσω
ἐτίμησα
τετίμηκα
τετίμημαι
ἐτιμήθην
Structure:
τιμά
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to pay honor to, to hold in honor, treat honorably, to honor, revere
- (of things) to hold in honor
- (with genitive of price) to estimate or value
- (rarely) to award or give as an honor
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ οὔτε αὐτὸσ ὁ Γλαῦκοσ ἠγανάκτησεν τοῖσ ἐφόροισ τῶν ἀθλητῶν θεοῖσ ἀντεπαινούμενοσ, οὔτε ἐκεῖνοι ἠμύναντο ἢ τὸν Γλαῦκον ἢ τὸν ποιητὴν ὡσ ἀσεβοῦντα περὶ τὸν ἔπαινον, ἀλλὰ εὐδοκίμουν ἄμφω καὶ ἐτιμῶντο ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων, ὁ μὲν ἐπὶ τῇ ἀλκῇ, ὁ Γλαῦκοσ, ὁ δὲ ποιητὴσ ἐπί τε τοῖσ ἄλλοισ καὶ ἐπ’ αὐτῷ τούτῳ μάλιστα τῷ ᾄσματι. (Lucian, Pro imaginibus, (no name) 19:14)
- Ἡρόδοτοσ δὲ ὁ λογόμιμοσ, ὥσ φησιν Ἡγήσανδροσ, καὶ Ἀρχέλαοσ ὁ ὀρχηστὴσ παρὰ Ἀντιόχῳ τῷ βασιλεῖ μάλιστα ἐτιμῶντο τῶν φίλων. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 34 2:3)
- ἐπειδὴ Λυκοῦργοσ Λυκόφρονοσ Βουτάδησ παραλαβὼν παρὰ τῶν ἑαυτοῦ προγόνων οἰκείαν ἐκ παλαιοῦ τὴν πρὸσ τὸν δῆμον εὔνοιαν, καὶ οἱ πρόγονοι οἱ Λυκούργου, Λυκομήδησ τε καὶ Λυκοῦργοσ, καὶ ζῶντεσ ἐτιμῶντο ὑπὸ τοῦ δήμου καὶ τελευτήσασιν αὐτοῖσ δι’ ἀνδραγαθίαν ἔδωκεν ὁ δῆμοσ δημοσίασ ταφὰσ ἐν Κεραμεικῷ · (Plutarch, Vitae decem oratorum, , G. 3:1)
- καὶ ἐν τῇ τιμήσει βουλομένων τῶν δικαστῶν θανάτου τιμῆσαι αὐτῷ, ἐδεήθην ἐγὼ τῶν δικαστῶν μηδὲν δι’ ἐμοῦ τοιοῦτον πρᾶξαι, ἀλλὰ συνεχώρησα ὅσουπερ αὐτοὶ ἐτιμῶντο, ταλάντου, οὐχ ἵνα μὴ ἀποθάνῃ ὁ Ἀρεθούσιοσ ἄξια γὰρ αὐτῷ θανάτου εἴργαστο εἰσ ἐμέ, ἀλλ’ ἵνα ἐγὼ Πασίωνοσ ὢν καὶ κατὰ ψήφισμα πολίτησ μηδένα Ἀθηναίων ἀπεκτονὼσ εἰήν. (Demosthenes, Speeches 51-61, 20:1)
- ὅποι δὲ ἀφίκοιντο τῶν Ἑλληνίδων πόλεων, ἐν ταῖσ πλείσταισ ἐτιμῶντο. (Xenophon, Hellenica, , chapter 4 37:4)
Synonyms
-
to pay honor to
-
to hold in honor
-
to estimate or value
-
to award or give as an honor
Derived
- ἀποτιμάω (to put away from honour, to dishonour, slight)
- ἐκπροτιμάω (to honour above all)
- ἐκτιμάω (to honour highly)
- ἐπιτιμάω (to lay a value upon, to show honor to, to raise in price)
- προσαποτιμάω (to estimate besides)
- προστιμάω (to award further penalty, to adjudge, as a debt)
- προτιμάω (to honour, before or above, to prefer)
- συντιμάω (to honour together or alike, to estimate together, they fixed this as the estimate of)
- ὑπερτιμάω (to honour exceedingly)