- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σωτήρ?

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: sōtēr 고전 발음: [소:떼:] 신약 발음: [소떼]

기본형: σωτήρ σωτῆρος

형태분석: σωτηρ (어간)

어원: σώζω

  1. 구원자, 여호수아, 구세주, 석방하는 사람
  1. saviour, deliverer, preserver (often as an epithet of protecting gods, especially Zeus)

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 σωτήρ

구원자가

σωτῆρε

구원자들이

σωτῆρες

구원자들이

속격 σωτῆρος

구원자의

σωτήροιν

구원자들의

σωτήρων

구원자들의

여격 σωτῆρι

구원자에게

σωτήροιν

구원자들에게

σωτῆρσι(ν)

구원자들에게

대격 σωτῆρα

구원자를

σωτῆρε

구원자들을

σωτῆρας

구원자들을

호격 σωτήρ

구원자야

σωτῆρε

구원자들아

σωτῆρες

구원자들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἔφαγεν Ἰακὼβ καὶ ἐνεπλήσθη, καὶ ἀπελάκτισεν ὁ ἠγαπημένος, ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθη, ἐπλατύνθη. καὶ ἐγκατέλιπε τὸν Θεὸν τὸν ποιήσαντα αὐτὸν καὶ ἀπέστη ἀπὸ Θεοῦ σωτῆρος αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Deuteronomii 32:15)

    (70인역 성경, 신명기 32:15)

  • οὗτος λήψεται εὐλογίαν παρὰ Κυρίου καὶ ἐλεημοσύνην παρὰ Θεοῦ σωτῆρος αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Psalmorum 23:5)

    (70인역 성경, 시편 23:5)

  • ἐγὼ γὰρ ἤλπισα ἐπὶ τῷ αἰωνίῳ τὴν σωτηρίαν ὑμῶν, καὶ ἦλθέ μοι χαρὰ παρὰ τοῦ ἁγίου ἐπὶ τῇ ἐλεημοσύνῃ, ἣ ἥξει ὑμῖν ἐν τάχει παρὰ τοῦ αἰωνίου σωτῆρος ὑμῶν. (Septuagint, Liber Baruch 4:22)

    (70인역 성경, 바룩서 4:22)

  • καταφαγεῖν γὰρ οὐκ ἔχω, καὶ ταῦτα τοῦ σωτῆρος ἱερεὺς ὢν Διός. (Aristophanes, Plutus, Episode4)

    (아리스토파네스, Plutus, Episode4)

  • ἐγὼ δέ - λείπει γάρ με τοῖσδ ἐν δώμασιν τροφὸν τέκνων οἰκουρόν, ἡνίκα χθονὸς μέλαιναν ὄρφνην εἰσέβαινε, παῖς ἐμός - σὺν μητρί, τέκνα μὴ θάνως Ἡρακλέους, βωμὸν καθίζω τόνδε σωτῆρος Διός, ὃν καλλινίκου δορὸς ἄγαλμ ἱδρύσατο Μινύας κρατήσας οὑμὸς εὐγενὴς τόκος. (Euripides, Heracles, episode 2:5)

    (에우리피데스, Heracles, episode 2:5)

유의어

  1. 구원자

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION