- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σωτήρ?

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: sōtēr 고전 발음: [소:떼:] 신약 발음: [소떼]

기본형: σωτήρ σωτῆρος

형태분석: σωτηρ (어간)

어원: σώζω

  1. 구원자, 여호수아, 구세주, 석방하는 사람
  1. saviour, deliverer, preserver (often as an epithet of protecting gods, especially Zeus)

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 σωτήρ

구원자가

σωτῆρε

구원자들이

σωτῆρες

구원자들이

속격 σωτῆρος

구원자의

σωτήροιν

구원자들의

σωτήρων

구원자들의

여격 σωτῆρι

구원자에게

σωτήροιν

구원자들에게

σωτῆρσι(ν)

구원자들에게

대격 σωτῆρα

구원자를

σωτῆρε

구원자들을

σωτῆρας

구원자들을

호격 σωτήρ

구원자야

σωτῆρε

구원자들아

σωτῆρες

구원자들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἔδωκας αὐτοὺς ἐν χειρὶ θλιβόντων αὐτούς, καὶ ἔθλιψαν αὐτούς. καὶ ἀνεβόησαν πρός σε ἐν καιρῷ θλίψεως αὐτῶν, καὶ σὺ ἐξ οὐρανοῦ σου ἤκουσας καὶ ἐν οἰκτιρμοῖς σου τοῖς μεγάλοις ἔδωκας αὐτοῖς σωτῆρας καὶ ἔσωσας αὐτοὺς ἐκ χειρὸς θλιβόντων αὐτούς. (Septuagint, Liber Nehemiae 9:27)

    (70인역 성경, 느헤미야기 9:27)

  • ὧν ἕνεκα ἐλπὶς ἀθάνατον τὴν ἐλευθερίαν αὐτοὺς κεκτῆσθαι καὶ ἐν τοῖς παρεληλυθόσι κινδύνοις σωτῆρας γενομένους τῆς Ἑλλάδος περὶ τῶν μελλόντων προορᾶσθαι. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 30 4:1)

    (디오니시오스, chapter 30 4:1)

  • ἰώ, βασίλεια γύναι χθονὸς Ἀργείας, παῖ Τυνδάρεω, καὶ τοῖν ἀγαθοῖν ξύγγονε κούροιν Διός, οἳ φλογερὰν αἰθέρ ἐν ἄστροις ναίουσι, βροτῶν ἐν ἁλὸς ῥοθίοις τιμὰς σωτῆρας ἔχοντες: (Euripides, episode, anapests1)

    (에우리피데스, episode, anapests1)

  • καὶ οἱ χάριν ἔχειν ὁμολογήσαντες "ἂν λιμένος, ἔφη, τύχωμεν ἀπαλλαγέντες τοσούτου κλύδωνος, Σωτῆρας ὑμᾶς ἐπιφανεῖς μετὰ τῶν θαλασσίων δαιμόνων ἐν τῇ πατρίδι ἱδρυσόμεθα ὡς αἰσίως ἡμῖν ἐπιφανέντας. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 5 2:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 5 2:4)

  • πῶς δὲ φωσφόρεια, βακχεῖα, προτέλεια γάμων ἄξομεν, μὴ ἀπολιπόντες μηδὲ βακχεῖς καὶ φωσφόρους καὶ προηροσίους καὶ σωτῆρας· (Plutarch, Adversus Colotem, section 22 5:2)

    (플루타르코스, Adversus Colotem, section 22 5:2)

유의어

  1. 구원자

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION