- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σωματικός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: sōmatikos 고전 발음: [소:마띠꼬] 신약 발음: [소마띠꼬]

기본형: σωματικός σωματική σωματικόν

형태분석: σωματικ (어간) + ος (어미)

어원: σῶμα

  1. 신체상의, 통째로
  2. 신체상의, 통째로, 물질적인, 육체적인
  1. of or for the body, bodily
  2. bodily, corporeal, material

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 σωματικός

신체상의 (이)가

σωματική

신체상의 (이)가

σωματικόν

신체상의 (것)가

속격 σωματικοῦ

신체상의 (이)의

σωματικῆς

신체상의 (이)의

σωματικοῦ

신체상의 (것)의

여격 σωματικῷ

신체상의 (이)에게

σωματικῇ

신체상의 (이)에게

σωματικῷ

신체상의 (것)에게

대격 σωματικόν

신체상의 (이)를

σωματικήν

신체상의 (이)를

σωματικόν

신체상의 (것)를

호격 σωματικέ

신체상의 (이)야

σωματική

신체상의 (이)야

σωματικόν

신체상의 (것)야

쌍수주/대/호 σωματικώ

신체상의 (이)들이

σωματικά

신체상의 (이)들이

σωματικώ

신체상의 (것)들이

속/여 σωματικοῖν

신체상의 (이)들의

σωματικαῖν

신체상의 (이)들의

σωματικοῖν

신체상의 (것)들의

복수주격 σωματικοί

신체상의 (이)들이

σωματικαί

신체상의 (이)들이

σωματικά

신체상의 (것)들이

속격 σωματικῶν

신체상의 (이)들의

σωματικῶν

신체상의 (이)들의

σωματικῶν

신체상의 (것)들의

여격 σωματικοῖς

신체상의 (이)들에게

σωματικαῖς

신체상의 (이)들에게

σωματικοῖς

신체상의 (것)들에게

대격 σωματικούς

신체상의 (이)들을

σωματικάς

신체상의 (이)들을

σωματικά

신체상의 (것)들을

호격 σωματικοί

신체상의 (이)들아

σωματικαί

신체상의 (이)들아

σωματικά

신체상의 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Εστι δέ κομιδῆ γελοῖος ὁ λόγος. οὐ γὰρ τῶν ἑαυτοῦ παθῶν ὁ λογισμὸς ἐπικρατεῖν φαίνεται, ἀλλὰ τῶν σωματικῶν. (Septuagint, Liber Maccabees IV 3:1)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 3:1)

  • σωφροσύνης δ ἐστὶ τὸ μὴ θαυμάζειν τὰς ἀπολαύσεις τῶν σωματικῶν ἡδονῶν, καὶ τὸ εἶναι πάσης ἀπολαύσεως αἰσχρᾶς ἡδονῆς ἀνόρεκτον, καὶ τὸ φοβεῖσθαι καὶ τὴν δικαίαν ἄδειαν, καὶ τὸ τετάσθαι περὶ τὸν βίον ὁμοίως ἔν τε μικροῖς καὶ μεγάλοις. (Aristotle, Virtues and Vices 20:2)

    (아리스토텔레스, Virtues and Vices 20:2)

  • ἢ ἄρχοντα καλὸν ἐντάφιον ὡς ἀληθῶς τὴν ἀπὸ τοῦ βίου δόξαν τῷ θανάτῳ προστίθησι τοῦτο γάρ ἔσχατον δύεται κατὰ γᾶς ὥς φησι Σιμωνίδης, πλὴν ὧν προαποθνήσκει τὸ φιλάνθρωπον καὶ φιλόκαλον καὶ προαπαυδᾷ τῆς τῶν ἀναγκαίων ἐπιθυμίας ὁ τῶν καλῶν ζῆλος, ὡς τὰ πρακτικὰ μέρη καὶ θεῖα τῆς ψυχῆς ἐξιτηλότερα τῶν παθητικῶν καὶ σωματικῶν ἐχούσης: (Plutarch, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 1 11:1)

    (플루타르코스, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 1 11:1)

  • ὄντα δὲ γνώριμον τῷι Ἀρχύτᾳ καὶ φιλοσοφίας οὐ παντελῶς ἀλλότριον ἀπαντᾶν εἰς τὰ τεμένη καὶ συμπεριπατεῖν τοῖς περὶ τὸν Ἀρχύταν ἀκροώμενον τῶν λόγων, ἐμπεσούσης δέ ποτε ἀπορίας καὶ σκέψεως περί τε τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ τὸ σύνολον περὶ τῶν σωματικῶν ἡδονῶν ἔφη ὁ Πολύαρχος: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 643)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 643)

  • "Σύρους μὲν γὰρ Μῆδοι μετὰ τῶν μεγίστων κινδύνων ἀφείλαντο τὴν βασιλείαν οὐκ ἄλλου τινὸς ἕνεκα ἢ τοῦ κυριεῦσαι τῆς Σύρων ἐξουσίας, Μήδους δὲ Πέρσαι διὰ τὴν αὐτὴν αἰτίαν αὕτη δ ἐστὶν ἡ τῶν σωματικῶν ἡδονῶν ἀπόλαυσις. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 657)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 657)

유의어

  1. 신체상의

  2. 신체상의

관련어

명사

형용사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION