헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συντρέχω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συντρέχω συνδραμοῦμαι συνέδραμον

형태분석: συν (접두사) + τρέχ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 접하다, 마주치다, 조우하다, 경험하다
  2. 모으다, 수집하다, 거두다, 짜다, 들끓다
  3. 일치하다, 합의하다, 동의하다, 맞다
  4. 일치하다, 동시에 일어나다, 같은 의견이다
  1. to run together so as to meet, to encounter, she has met
  2. to assemble, gather together, to gather, to be mingled with
  3. to come together, concur, agree
  4. to concur, coincide, to concur or coincide with
  5. to run alongside

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συντρέχω

(나는) 접한다

συντρέχεις

(너는) 접한다

συντρέχει

(그는) 접한다

쌍수 συντρέχετον

(너희 둘은) 접한다

συντρέχετον

(그 둘은) 접한다

복수 συντρέχομεν

(우리는) 접한다

συντρέχετε

(너희는) 접한다

συντρέχουσιν*

(그들은) 접한다

접속법단수 συντρέχω

(나는) 접하자

συντρέχῃς

(너는) 접하자

συντρέχῃ

(그는) 접하자

쌍수 συντρέχητον

(너희 둘은) 접하자

συντρέχητον

(그 둘은) 접하자

복수 συντρέχωμεν

(우리는) 접하자

συντρέχητε

(너희는) 접하자

συντρέχωσιν*

(그들은) 접하자

기원법단수 συντρέχοιμι

(나는) 접하기를 (바라다)

συντρέχοις

(너는) 접하기를 (바라다)

συντρέχοι

(그는) 접하기를 (바라다)

쌍수 συντρέχοιτον

(너희 둘은) 접하기를 (바라다)

συντρεχοίτην

(그 둘은) 접하기를 (바라다)

복수 συντρέχοιμεν

(우리는) 접하기를 (바라다)

συντρέχοιτε

(너희는) 접하기를 (바라다)

συντρέχοιεν

(그들은) 접하기를 (바라다)

명령법단수 συντρέχε

(너는) 접해라

συντρεχέτω

(그는) 접해라

쌍수 συντρέχετον

(너희 둘은) 접해라

συντρεχέτων

(그 둘은) 접해라

복수 συντρέχετε

(너희는) 접해라

συντρεχόντων, συντρεχέτωσαν

(그들은) 접해라

부정사 συντρέχειν

접하는 것

분사 남성여성중성
συντρεχων

συντρεχοντος

συντρεχουσα

συντρεχουσης

συντρεχον

συντρεχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συντρέχομαι

(나는) 접된다

συντρέχει, συντρέχῃ

(너는) 접된다

συντρέχεται

(그는) 접된다

쌍수 συντρέχεσθον

(너희 둘은) 접된다

συντρέχεσθον

(그 둘은) 접된다

복수 συντρεχόμεθα

(우리는) 접된다

συντρέχεσθε

(너희는) 접된다

συντρέχονται

(그들은) 접된다

접속법단수 συντρέχωμαι

(나는) 접되자

συντρέχῃ

(너는) 접되자

συντρέχηται

(그는) 접되자

쌍수 συντρέχησθον

(너희 둘은) 접되자

συντρέχησθον

(그 둘은) 접되자

복수 συντρεχώμεθα

(우리는) 접되자

συντρέχησθε

(너희는) 접되자

συντρέχωνται

(그들은) 접되자

기원법단수 συντρεχοίμην

(나는) 접되기를 (바라다)

συντρέχοιο

(너는) 접되기를 (바라다)

συντρέχοιτο

(그는) 접되기를 (바라다)

쌍수 συντρέχοισθον

(너희 둘은) 접되기를 (바라다)

συντρεχοίσθην

(그 둘은) 접되기를 (바라다)

복수 συντρεχοίμεθα

(우리는) 접되기를 (바라다)

συντρέχοισθε

(너희는) 접되기를 (바라다)

συντρέχοιντο

(그들은) 접되기를 (바라다)

명령법단수 συντρέχου

(너는) 접되어라

συντρεχέσθω

(그는) 접되어라

쌍수 συντρέχεσθον

(너희 둘은) 접되어라

συντρεχέσθων

(그 둘은) 접되어라

복수 συντρέχεσθε

(너희는) 접되어라

συντρεχέσθων, συντρεχέσθωσαν

(그들은) 접되어라

부정사 συντρέχεσθαι

접되는 것

분사 남성여성중성
συντρεχομενος

συντρεχομενου

συντρεχομενη

συντρεχομενης

συντρεχομενον

συντρεχομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδραμοῦμαι

(나는) 접하겠다

συνδραμεῖ, συνδραμῇ

(너는) 접하겠다

συνδραμεῖται

(그는) 접하겠다

쌍수 συνδραμεῖσθον

(너희 둘은) 접하겠다

συνδραμεῖσθον

(그 둘은) 접하겠다

복수 συνδραμούμεθα

(우리는) 접하겠다

συνδραμεῖσθε

(너희는) 접하겠다

συνδραμοῦνται

(그들은) 접하겠다

기원법단수 συνδραμοίμην

(나는) 접하겠기를 (바라다)

συνδραμοῖο

(너는) 접하겠기를 (바라다)

συνδραμοῖτο

(그는) 접하겠기를 (바라다)

쌍수 συνδραμοῖσθον

(너희 둘은) 접하겠기를 (바라다)

συνδραμοίσθην

(그 둘은) 접하겠기를 (바라다)

복수 συνδραμοίμεθα

(우리는) 접하겠기를 (바라다)

συνδραμοῖσθε

(너희는) 접하겠기를 (바라다)

συνδραμοῖντο

(그들은) 접하겠기를 (바라다)

부정사 συνδραμεῖσθαι

접할 것

분사 남성여성중성
συνδραμουμενος

συνδραμουμενου

συνδραμουμενη

συνδραμουμενης

συνδραμουμενον

συνδραμουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνέτρεχον

(나는) 접하고 있었다

συνέτρεχες

(너는) 접하고 있었다

συνέτρεχεν*

(그는) 접하고 있었다

쌍수 συνετρέχετον

(너희 둘은) 접하고 있었다

συνετρεχέτην

(그 둘은) 접하고 있었다

복수 συνετρέχομεν

(우리는) 접하고 있었다

συνετρέχετε

(너희는) 접하고 있었다

συνέτρεχον

(그들은) 접하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνετρεχόμην

(나는) 접되고 있었다

συνετρέχου

(너는) 접되고 있었다

συνετρέχετο

(그는) 접되고 있었다

쌍수 συνετρέχεσθον

(너희 둘은) 접되고 있었다

συνετρεχέσθην

(그 둘은) 접되고 있었다

복수 συνετρεχόμεθα

(우리는) 접되고 있었다

συνετρέχεσθε

(너희는) 접되고 있었다

συνετρέχοντο

(그들은) 접되고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνέδραμον

(나는) 접했다

συνέδραμες

(너는) 접했다

συνέδραμεν*

(그는) 접했다

쌍수 συνεδράμετον

(너희 둘은) 접했다

συνεδραμέτην

(그 둘은) 접했다

복수 συνεδράμομεν

(우리는) 접했다

συνεδράμετε

(너희는) 접했다

συνέδραμον

(그들은) 접했다

명령법단수 συνδράμε

(너는) 접했어라

συνδραμέτω

(그는) 접했어라

쌍수 συνδράμετον

(너희 둘은) 접했어라

συνδραμέτων

(그 둘은) 접했어라

복수 συνδράμετε

(너희는) 접했어라

συνδραμόντων

(그들은) 접했어라

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὸ δ’ ἐντελὲσ κάλλοσ, οἶμαι, τοῦτό ἐστιν, ὁπόταν εἰσ τὸ αὐτὸ συνδράμῃ ψυχῆσ ἀρετὴ καὶ εὐμορφία σώματοσ. (Lucian, Imagines, (no name) 11:6)

    (루키아노스, Imagines, (no name) 11:6)

  • προσδεῖ δ’ ἔτι τῆσ τύχησ, ἵνα συνδράμῃ τὰ τοῦ βίου πρὸσ τὸ τὴν πρόθεσιν ἐπὶ τέλοσ ἀγαγεῖν. (Polybius, Histories, book 3, chapter 5 7:1)

    (폴리비오스, Histories, book 3, chapter 5 7:1)

유의어

  1. 모으다

  2. 일치하다

  3. 일치하다

  4. to run alongside

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION