Ancient Greek-English Dictionary Language

σύνδεσμος

Second declension Noun; Masculine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: σύνδεσμος συνδέσμου

Structure: συνδεσμ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. bond, band, fetter
  2. headband
  3. ligament, sinew, joint
  4. (grammar) conjunction
  5. bundle

Declension

Second declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ ᾠκοδόμησε τοὺσ ἐνδέσμουσ δἰ ὅλου τοῦ οἴκου πέντε ἐν πήχει τὸ ὕψοσ αὐτοῦ, καὶ συνέσχε τὸν σύνδεσμον ἐν ξύλοισ κεδρίνοισ. (Septuagint, Liber I Regum 6:14)
  • καὶ ἀνέστησαν οἱ δοῦλοι αὐτοῦ καὶ ἔδησαν πάντα σύνδεσμον καὶ ἐπάταξαν τὸν Ἰωὰσ ἐν οἴκῳ Μαλλὼ τῷ ἐν Γααλὰ (Septuagint, Liber II Regum 12:21)
  • οὐχὶ τοιαύτην νηστείαν ἐγὼ ἐξελεξάμην, λέγει Κύριοσ, ἀλλὰ λύε πάντα σύνδεσμον ἀδικίασ, διάλυε στραγγαλιὰσ βιαίων συναλλαγμάτων, ἀπόστελλε τεθραυσμένουσ ἐν ἀφέσει καὶ πᾶσαν συγγραφὴν ἄδικον διάσπα. (Septuagint, Liber Isaiae 58:6)
  • τότε βοήσῃ, καὶ ὁ Θεὸσ εἰσακούσεταί σου. ἔτι λαλοῦντόσ σου ἐρεῖ. ἰδοὺ πάρειμι. ἐὰν ἀφέλῃσ ἀπὸ σοῦ σύνδεσμον καὶ χειροτονίαν καὶ ρῆμα γογγυσμοῦ (Septuagint, Liber Isaiae 58:9)
  • "οὔτ’ οὖν ἀριθμὸν οὔτε τάξιν οὔτε σύνδεσμον οὔτ’ ἄλλο τῶν ἐλλιπῶν μορίων οὐδὲν οἶμαι τὸ γράμμα σημαίνειν· (Plutarch, De E apud Delphos, section 175)

Synonyms

  1. bond

  2. headband

  3. conjunction

  4. bundle

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION