고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: συμπαραλαμβάνω συμπαραλήψομαι
Structure: συμ (Prefix) + παρα (Prefix) + λαμβάν (Stem) + ω (Ending)
Middle | ||||
---|---|---|---|---|
1st person | 2nd person | 3rd person | ||
Indicative | Singular | συμπαραλήψομαι | συμπαραλήψει, συμπαραλήψῃ | συμπαραλήψεται |
Dual | συμπαραλήψεσθον | συμπαραλήψεσθον | ||
Plural | συμπαραληψόμεθα | συμπαραλήψεσθε | συμπαραλήψονται | |
Optative | Singular | συμπαραληψοίμην | συμπαραλήψοιο | συμπαραλήψοιτο |
Dual | συμπαραλήψοισθον | συμπαραληψοίσθην | ||
Plural | συμπαραληψοίμεθα | συμπαραλήψοισθε | συμπαραλήψοιντο | |
Infinitive | συμπαραλήψεσθαι | |||
Participle | Masculine | Feminine | Neuter | |
συμπαραληψομενος συμπαραληψομενου | συμπαραληψομενη συμπαραληψομενης | συμπαραληψομενον συμπαραληψομενου |
Active | ||||
---|---|---|---|---|
1st person | 2nd person | 3rd person | ||
Indicative | Singular | συμπαρελάμβανον | συμπαρελάμβανες | συμπαρελάμβανεν* |
Dual | συμπαρελαμβάνετον | συμπαρελαμβανέτην | ||
Plural | συμπαρελαμβάνομεν | συμπαρελαμβάνετε | συμπαρελάμβανον | |
Middle/Passive | ||||
1st person | 2nd person | 3rd person | ||
Indicative | Singular | συμπαρελαμβανόμην | συμπαρελαμβάνου | συμπαρελαμβάνετο |
Dual | συμπαρελαμβάνεσθον | συμπαρελαμβανέσθην | ||
Plural | συμπαρελαμβανόμεθα | συμπαρελαμβάνεσθε | συμπαρελαμβάνοντο |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기