Ancient Greek-English Dictionary Language

σύμμετρος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: σύμμετρος σύμμετρον

Structure: συμμετρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: me/tron

Sense

  1. commensurate with, exactly fitting, being of like age with, coincident with
  2. commensurable
  3. in measure with, proportionable, exactly suitable
  4. in right measure, in due proportion, symmetrical
  5. fitting, meet, due, within fit distance
  6. in due time

Examples

  • ἐπειδὰν οὖν ὄμμα καὶ ἄλλο τι τῶν τούτῳ συμμέτρων πλησιάσαν γεννήσῃ τὴν λευκότητά τε καὶ αἴσθησιν αὐτῇ σύμφυτον, ἃ οὐκ ἄν ποτε ἐγένετο ἑκατέρου ἐκείνων πρὸσ ἄλλο ἐλθόντοσ, τότε δὴ μεταξὺ φερομένων τῆσ μὲν ὄψεωσ πρὸσ τῶν ὀφθαλμῶν, τῆσ δὲ λευκότητοσ πρὸσ τοῦ συναποτίκτοντοσ τὸ χρῶμα, ὁ μὲν ὀφθαλμὸσ ἄρα ὄψεωσ ἔμπλεωσ ἐγένετο καὶ ὁρᾷ δὴ τότε καὶ ἐγένετο οὔ τι ὄψισ ἀλλ’ ὀφθαλμὸσ ὁρῶν, τὸ δὲ συγγεννῆσαν τὸ χρῶμα λευκότητοσ περιεπλήσθη καὶ ἐγένετο οὐ λευκότησ αὖ ἀλλὰ λευκόν, εἴτε ξύλον εἴτε λίθοσ εἴτε ὁτῳοῦν συνέβη χρῆμα χρωσθῆναι τῷ τοιούτῳ χρώματι. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 90:1)
  • οὐχ ὁ μὲν Ὀδυσσεὺσ νησιώτησ ἦν οὐδὲ τῶν συμμέτρων νήσων· (Dio, Chrysostom, Orationes, 24:2)
  • πολλὴ αὔξη ὅταν ἐπιρρέῃ πόνων χωρὶσ πολλῶν καὶ συμμέτρων, οὐκ ἴσμεν ὅτι μυρία κακὰ ἐν τοῖσ σώμασιν ἀποτελεῖ; (Plato, Laws, book 7 5:7)
  • Δύο μεγεθῶν συμμέτρων δοθέντων τὸ μέγιστον αὐτῶν κοινὸν μέτρον εὑρεῖν. (Euclid, Elements, book 10, type Prop 133)
  • Δύο ἄρα μεγεθῶν συμμέτρων δοθέντων τῶν ΑΒ, ΓΔ τὸ μέγιστον κοινὸν μέτρον ηὑρ́ηται· (Euclid, Elements, book 10, type Prop 163)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION