Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκαταστρέφω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συγκαταστρέφω

Structure: συγ (Prefix) + καταστρέφ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to bring to an end together
  2. to conquer together or at the same time

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκαταστρέφω συγκαταστρέφεις συγκαταστρέφει
Dual συγκαταστρέφετον συγκαταστρέφετον
Plural συγκαταστρέφομεν συγκαταστρέφετε συγκαταστρέφουσιν*
SubjunctiveSingular συγκαταστρέφω συγκαταστρέφῃς συγκαταστρέφῃ
Dual συγκαταστρέφητον συγκαταστρέφητον
Plural συγκαταστρέφωμεν συγκαταστρέφητε συγκαταστρέφωσιν*
OptativeSingular συγκαταστρέφοιμι συγκαταστρέφοις συγκαταστρέφοι
Dual συγκαταστρέφοιτον συγκαταστρεφοίτην
Plural συγκαταστρέφοιμεν συγκαταστρέφοιτε συγκαταστρέφοιεν
ImperativeSingular συγκατάστρεφε συγκαταστρεφέτω
Dual συγκαταστρέφετον συγκαταστρεφέτων
Plural συγκαταστρέφετε συγκαταστρεφόντων, συγκαταστρεφέτωσαν
Infinitive συγκαταστρέφειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαταστρεφων συγκαταστρεφοντος συγκαταστρεφουσα συγκαταστρεφουσης συγκαταστρεφον συγκαταστρεφοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκαταστρέφομαι συγκαταστρέφει, συγκαταστρέφῃ συγκαταστρέφεται
Dual συγκαταστρέφεσθον συγκαταστρέφεσθον
Plural συγκαταστρεφόμεθα συγκαταστρέφεσθε συγκαταστρέφονται
SubjunctiveSingular συγκαταστρέφωμαι συγκαταστρέφῃ συγκαταστρέφηται
Dual συγκαταστρέφησθον συγκαταστρέφησθον
Plural συγκαταστρεφώμεθα συγκαταστρέφησθε συγκαταστρέφωνται
OptativeSingular συγκαταστρεφοίμην συγκαταστρέφοιο συγκαταστρέφοιτο
Dual συγκαταστρέφοισθον συγκαταστρεφοίσθην
Plural συγκαταστρεφοίμεθα συγκαταστρέφοισθε συγκαταστρέφοιντο
ImperativeSingular συγκαταστρέφου συγκαταστρεφέσθω
Dual συγκαταστρέφεσθον συγκαταστρεφέσθων
Plural συγκαταστρέφεσθε συγκαταστρεφέσθων, συγκαταστρεφέσθωσαν
Infinitive συγκαταστρέφεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαταστρεφομενος συγκαταστρεφομενου συγκαταστρεφομενη συγκαταστρεφομενης συγκαταστρεφομενον συγκαταστρεφομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to bring to an end together

  2. to conquer together or at the same time

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION